Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Πεθαίνοντας στην Αθήνα


Ενώ οι έρευνες γύρω από τις συνθήκες δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου προχωρούν, περισσότερα στοιχεία βγαίνουν στην επιφάνεια περιγράφοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τους όρους του γεγονότος.
Το θύμα δεν προσπάθησε να κλέψει, δεν κρατούσε μαχαίρι, δεν αποτελούσε κίνδυνο για κανέναν. Δεν είχε ανάγκη από χρήματα, δακτυλικά αποτυπώματα δεν βρέθηκαν στα μέσα δωμάτια του «κοσμηματοπωλείου» ή στην ταμειακή μηχανή, ενώ πρόσφατο βίντεο αποδεικνύει πως ο Ζακ Κωστόπουλος πριν εκτελεστεί από τη μάζα του λιντσαρίσματος ζητούσε βοήθεια.
Σε αντίθεση με όσα μετέδωσαν πολλά μέσα ενημέρωσης, η αστυνομία και λοιποί οπαδοί της τάξης και της ασφάλειας, ο Ζακ Κωστόπουλος δεν είχε σκοπό να βλάψει κανέναν.
Η έγνοια του ήταν πως κάποιος ήθελε να βλάψει αυτόν τον ίδιο. Και το πλήθος όχι μόνο δεν τον βοήθησε σε αυτή του την έκκληση αλλά τελικά συνηγόρησε υπέρ και πήρε τη θέση αυτών που ήθελαν να τον βλάψουν. Αφού λοιπόν πια αποδεικνύεται πως δεν υπήρξε το έγκλημα της κλοπής, για ποιο έγκλημα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους αυτόκλητους εκτελεστές ο Ζακ Κωστόπουλος; Μα είναι προφανές.
Το έγκλημά του ήταν η ίδια του η ταυτότητα. Το να είσαι γκέι, να είσαι οροθετικός και ταυτόχρονα να μην κρύβεσαι. Να είσαι αυτό που είσαι και να διεκδικείς τη θέση σου δίπλα στους «κανονικούς» ανθρώπους. Να είσαι διαφορετικός και να υπάρχεις.
Ισως να φαίνεται πολύ νωρίς για να εξαγάγουμε ψύχραιμα συμπεράσματα που ξεπερνούν το γεγονός της δολοφονίας καθ’ εαυτό. Ισως το πιο εύκολο που μπορούμε είναι να πούμε πως ζούμε σε μια άγρια κοινωνία με ένα κομμάτι της βυθισμένο στην ηθική εξαχρείωση, να στρέψουμε την οργή μας απέναντι στους ομοφοβικούς, τους ρατσιστές ή ακόμα και αυτούς που διαστρέβλωσαν τους όρους του γεγονότος προς καθησυχασμό της φιλήσυχης μάζας.
Ο αποτροπιασμός από το γεγονός, η κτηνωδία και η απεικόνισή της δικαιολογούν απόλυτα κάθε τέτοια αντίδραση. Ταυτόχρονα όμως ας γνωρίζουμε πως κάποια στιγμή θα αναρωτηθούμε: τι σημαίνει και τι σηματοδοτεί η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου.
Κάθε δολοφονία, με το πέρας του καιρού, φεύγει από τη σφαίρα του θρήνου, της οργής, ακόμα και του ίδιου του γεγονότος και μπαίνει σε αυτή της ιστορίας. Συμπυκνώνει, περιγράφει με τρόπο σαφή, σημεία, τάσεις και γεγονότα πέρα από αυτή την ίδια. Η δολοφονία παραμένει για την κοινωνία μας στιγμή του σοκ (εκτός βέβαια αν είναι δολοφονία μετανάστη. Εκεί η κοινωνία μας λυπάται αλλά δεν σοκάρεται).
Η δολοφονία δεν μπορεί να ενταχθεί και να αποτελεί κομμάτι μιας κανονικότητας, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως ηθικό όριο που (προς το παρόν τουλάχιστον) κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί χωρίς συνέπειες (και δεν εννοούμε εδώ νομικές συνέπειες).
Τα πρόσφατα χρόνια, οι δολοφονίες που ζήσαμε σηματοδότησαν μια σειρά από εξελίξεις, συμπύκνωσαν τρόπους, τάσεις και ρήγματα. Γυρνώντας στο πρόσφατο παρελθόν βλέπουμε στα περιστατικά αυτά ολόκληρη την εποχή που τα γέννησε και αυτά που τη διαδέχθηκαν.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 ήρθε να συμπυκνώσει όλο το ψέμα της ευημερίας της ελληνικής οικονομίας τις δεκαετίες που προηγήθηκαν. Περιέγραψε με τον πιο εμφατικό τρόπο το τέλος μιας κοινωνίας ηθικά μετέωρης και την αρχή μιας νέας σελίδας, ενός άγνωστου προορισμού που αργότερα θα ονομαζόταν κρίση. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους χρυσαυγίτες το 2013 περιέγραψε τη διάβρωση και την ανοχή της κοινωνίας από την αρρώστια του ναζισμού. Οι «αγανακτισμένες» αντιδράσεις απέναντι στους μετανάστες, η άνοδος του εθνικισμού και η συνολική συντηρητικοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μπορούν να ιδωθούν μέσα σε αυτό το περιστατικό.
Υπό αυτό το πρίσμα η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου περιγράφει ως ενδεχόμενο την επέλαση μιας νέας βαρβαρότητας. Οι συνθήκες της δολοφονίας, το γεγονός πως συνέβη μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια του κόσμου με δράστες «φιλήσυχους πολίτες» (κάποιοι λένε κλεπταποδόχους αλλά δεν τους γνωρίζω αυτούς τους κάποιους) με τις ευλογίες καναλιών που έστηναν ντιμπέιτ για την ορθότητα της δολοφονίας και μια αστυνομία που απαντά «όποιος γουστάρει» περιγράφουν τις αρένες ενός μέλλοντος με το οποίο συνορεύουμε.
Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ίσως να ήταν το πρώτο βήμα μας μέσα στην αρένα.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: