Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Παράθυρα




«Να και πάλι ένα παράθυρο,
πού και πάλι δεν κοιμούνται.
Ίσως – πίνουνε κρασί,
ίσως – έτσι κάθονται.
Ή απλώς – τα χέρια τους
δεν μπορούν οι δυο να χωρίσουν.
Σε κάθε σπίτι, φίλε,
υπάρχει ένα τέτοιο παράθυρο.

Είσαι η κραυγή των αποχωρισμών και των συναντήσεων -
εσύ, παράθυρο στη νύχτα…

Προσευχήσου, φιλαράκο, για το άυπνο το σπίτι,
για το παράθυρο με το φως!»
Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Το παράθυρο»

Η πόλη μου είναι σπαρμένη παράθυρα. Τετράγωνα κατοικούν το διάστικτο κορμί της. Το γυαλί είναι η επιφάνεια που οριοθετεί το βλέμμα. Την έκταση του έξω, προσφέροντας ένα ελάχιστο δείγμα της ατελείωτης έκτασης και υπόθεσης. Tην έκταση του μέσα, πάντοτε ακρωτηριασμένη, λειψή και μισάνοιχτη. Τοποθετημένα σε ευθείες πάνω από τους δρόμους, ταξινομώντας τις διαφορετικές εμπειρίες, τις αστικές ιστορίες, τις μόνιμες παραλλαγές στα μοτίβα του Εδώ.

Απλώνονται στο βλέμμα σαν κορνίζες σε αγγλικό τοίχο. Πολλές κορνίζες μαζί σε μικρή απόσταση  μέχρι χαμηλά. Και η οικία πάντοτε κρυμμένη πίσω από το κάδρο, ανάμεσα στη ράχη του κάδρου και τον τοίχο, να αναπνέει στο ασφυκτικό λίγο που της παραχωρείται.

Τα παράθυρα κάνουν τετράγωνα όλα τα τοπία. Αναγκάζουν όλη την πραγματικότητα στην πιο επίμονη γεωμετρία. Της δίνουν σχήμα, σαν για να κάνουν την επιφάνεια λιγότερο απειλητική, ευκολότερη να χωρέσει σε φακέλους, δεδομένη και καταχωρισμένη.   

 Πόσο συχνά μπερδεύουμε τα παράθυρα με τους καθρέφτες. Ερχόμενοι βιαστικά, αναζητώντας επίμονα να επιβεβαιώσουμε το είδωλό μας, βρισκόμαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με το αχανές έξω. Τα παράθυρα αντανακλούν το βλέμμα μας, μας παρουσιάζουν αυτό που βλέπουμε, όχι ως τοπίο αλλά ως αντικατοπτρισμό. Και όταν τα παντζούρια κατεβαίνουν, η όψη μας είναι το μόνο τοπίο μέσα στο τόσο συγκεκριμένο μέσα που μας περιβάλει. Παίρνοντας όλα αυτά ως δεδομένα, οι κουρτίνες αποτελούν την μόνη κάθαρση.

Τα ξημερώματα με τα παντζούρια ξεχασμένα ανοιχτά, οι κουρτίνες γίνονται υδρορροές φωτός (το φως, η ενδεχόμενη αυτή ‘’νέα τυραννία’’). Είναι τότε που σηκώνεσαι και με τρόπο παιδικό θες να τις τραβήξεις απότομα, σαν να  περιμένεις να επιβεβαιωθεί εκείνο το ελάχιστο ενδεχόμενο το τοπίο που θα σου εμφανιστεί να είναι τελείως διαφορετικό από όλες τις άλλες μέρες: ένα τετράγωνο από τις ερήμους τις Αυστραλίας, ένα τετράγωνο από το πέρασμα του Chilkoot που οδηγεί τους χρυσοθήρες στο Κλοντάικ, ένα τετράγωνο από το σημείο που ξεκινούν οι εκβολές του Νείλου. Μάταια. Το απότομο τράβηγμα οδηγεί το μάτι πάλι πίσω στην Κυψελιώτικη πυλωτή. Τι στάσιμα οχήματα που είναι τα σπίτια.

Μέσα από τα παράθυρα το βλέμμα στενεύει όπως και ο κόσμος. Μόνο μια αντανάκλαση χωρίζει το ιδιωτικό από το δημόσιο. Τα παράθυρα ως γυάλες ενυδρείου με όλες τις εμπειρίες να κολυμπούν από πίσω ασταμάτητα σαν καρχαρίες που όταν μένουν στάσιμοι πεθαίνουν, να ανεβάζουν στιγμές-μπουρμπουλήθρες στην επιφάνεια, να φιλτράρουν στα βράγχια τους τη ρουτίνα και να την κάνουν οξυγόνο.  Τα παράθυρα ως βιτρίνες μαγαζιών με όλη τη ζωή αβέβαιο εμπόρευμα. Τα παράθυρα ως φινιστρίνια πλοίων, σχεδόν τυφλά στα ανοιχτά ενός ανώνυμου πελάγους.

Η κίνηση του δρόμου και η στασιμότητα του ουρανού, οι περαστικοί και οι απόντες, οι δρόμοι πάντα να τρέχουν προς σκόρπιες κατευθύνσεις.  Μέσα από τα παράθυρα να κοιτάς άλλα παράθυρα απέναντι, να λογαριάζεις βλέμματα, να ζυγίζεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, να μαντεύεις με τη φόντο περνά η απέναντι ζωή. Και να σκέφτεσαι, τι βάρος,  μπορεί ένα κλειστό παράθυρο  να σημαίνει.

Μα τώρα τα τζάμια θολώνουν. Τα στόματα του χρόνου απλώνουν άχνα στα παράθυρα και γράφουν πάνω της σημειώσεις, σχήματα ακαθόριστα, βλαστήμιες. Εσύ από την άλλη μεριά –όπως κάθε τι σημαντικό- τα διαβάζεις ανάποδα, προσπαθείς να μαντέψεις και αργότερα να καταλάβεις. Αλλά η προσοχή σου πάντα αποσπάται από μία αίσθηση και μία απορία. Τα τζάμια νοιώθεις όλο να βαραίνουν από τα βλέμματα που τα διαπερνούν. Και κοιτώντας το παράθυρο σκέφτεσαι: Σε ποιόν αριθμό βλεμμάτων το τζάμι σπάει;



(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: