Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Για τον Βύρωνα Λεοντάρη, με αγάπη και ευγνωμοσύνη



ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ
IV


Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη
τόσες αφές – μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη
τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια
Τόσοι αγώνες – δίχως μάχη
τόσες μαγείες – δίχως θάμα
Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει
αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας
— Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…
Τους ήξερες ποτέ; Άγνωστά μας
ονόματα στην αλισάχνη
τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας
Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε
Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε
Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…
—Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία
δική σου ή άλλη… —Τι σκαλίζεις
τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;
Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει
σάπια βροχή και τιποτένια.
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου
— Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…

(Βύρων Λεοντάρης, από την ποιητική συλλογή «Ψυχοστασία»)




Το θέμα είναι τώρα τι γράφεις; Τώρα που η μέρα σαν υδράργυρος σκέπασε το παράθυρο. Και ποιες λέξεις θα βάλεις στη σειρά παρακαλώντας νόημα, ένα νόημα που το νοιώθεις αλλά δεν μπορείς καλά καλά να συλλαβίσεις; Πού κρύφτηκαν οι άλλοτε τόσο φλύαρες λέξεις σου αρθρογράφε; (εσύ βέβαια ποιητή μας είχε προειδοποιήσει: Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν/ γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας. /Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη. /Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα /κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα /και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού /και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.) και αλήθεια τι μπορεί να ακολουθήσει; Ημερομηνίες, βιογραφικά, καταχώρηση σε γενιές, τίτλοι βιβλίων και διακρίσεις; Λέξεις πιο παγωμένες από τις χθεσινές αγγελίες; Ή μήπως λόγια συμβατικά για τον νεκρό, τριμμένα κι άλλα που σωπαίνονται/ και εγκώμια σε παληά ελληνικά όπως συνηθίζεται/ «αναλωθείς…», «διαπρέψας…», «υπερακοντίσας…». Τι να γράψουμε λοιπόν; Και πώς να κρατήσουμε τώρα αυτή τη θάλασσα που πάνω μας στεγνώνει;

Και η φωνή του ποιητή πέφτει και πάλι με ακαριαίο βάρος: Να τελειώνουμε πια με τα τερτίπια της γραφής και της ανάγνωσης./ Τα ποιήματα συμβαίνουν. Ας είναι λοιπόν…

Ο Βύρων Λεοντάρης έφυγε στις 6 Αυγούστου σε ηλικία 83 ετών. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές των τελευταίων δεκαετιών (κατά την άποψή μου ο σημαντικότερος. Ας μου συγχωρεθεί αυτή η κρίση. Δεν διεκδικεί φιλολογική εγκυρότητα, είναι μια εκτίμηση προσωπική). Ξεκινώντας από το 1949 και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και φτάνοντας τους στίχους του έως και τις μέρες μας, ο Λεοντάρης κατέγραψε στα ποιήματά του την ένταση της ύπαρξης, την πολιτική αγωνία, τον εγκλεισμό και τη ματαίωση, τον αγώνα πέρα από τον καθησυχασμό δογμάτων και βεβαιοτήτων, την τυραννία της ποίησης και την ηθική χρεοκοπία του μεταπολεμικού κόσμου. Ενταγμένος στην αριστερά με κριτικό τρόπο, ο Βύρωνας Λεοντάρης ξεκινά το έργο του από την αντιστασιακή ποίηση. Όχι με το να εντάξει το έργο του σε αυτή, αλλά με τρόπο διαλεκτικό, σχεδόν μετωπικό. Ενώ στην αντιστασιακή ποίηση ο λόγος είναι μάχη, στην ποίηση του Λεοντάρη ο λόγος είναι αποτέλεσμα της μάχης. Από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή το αύριο ενός αδικαίωτου αγώνα, οι βαθιές αμυχές, τα τραύματα στην ύπαρξη μιας ολόκληρης γενιάς θα πάρουν ιστορικότητα. Καταγράφοντας μια παράλληλη και αντίθετη της κυρίαρχης, αφήγηση για όλη τη μεταπολεμική εμπειρία.

Εξίσου σημαντικό υπήρξε και το δοκιμιακό έργο του Λεοντάρη, τα υποδειγματικά του κείμενα στο περιοδικό «Σημειώσεις», για την ποίηση, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη. Το γνωστότερο δοκίμιό του με τίτλο «Η ποίηση της ήττας», έμελλε να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, αψιμαχίες και παρανοήσεις οι οποίες σε μεγάλο βαθμό μένουν όρθιες ως τα σήμερα. Σε σημείωμά του σε σχέση με το γεγονός αυτό ο φίλος Νίκος Σκοπλάκης γράφει:

«Ο Βύρων Λεοντάρης συγκαταλεγόταν σε εκείνους που εισέπραξαν το παρατσούκλι “ποιητής της ήττας”, ακριβώς επειδή η ποίησή τους δεν ενέδωσε στην ήττα. Αντιθέτως, στην άκριτη σύγχυση ενέδωσαν τόσο εκείνοι που είχαν εγκιβωτιστεί στην ιερότητα του δόγματος όσο και κάποιοι που βάδιζαν ιερατικά προς την ενσωμάτωση. Οι κάθετες εκτινάξεις της ποιητικής συνείδησης δεν αυτοανασχέθηκαν από την ψεύτικη εξισορρόπηση “αισιόδοξων” αντιβάρων. Ανίχνευσαν ανάμεσα στις παγίδες της ιδεολογικής κρίσης την μη επική πλευρά των τραυμάτων, το μη αναπληρώσιμο της ιστορίας από ιεροποιημένα σύμβολα, το ποιητικό ήθος που μορφοποιεί την κοσμοαντίληψη χωρίς αυταπάτες, ώστε γνήσια να διασυνδεθεί με το κοινωνικοπολιτικό πεδίο αναφοράς του.»

Ίσως να μην είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για εμβάθυνση στο έργο του ποιητή, για μια πραγματική εκτίμηση του μεγέθους του, για προβλέψεις σε σχέση με την κληρονομιά των στίχων. Είναι, όμως, κατάλληλο σημείο για μία παραδοχή. Η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη δεν έχει πάρει ακόμη την πραγματική θέση που της αναλογεί στο σώμα της ελληνικής γραμματείας. Ίσως να μην έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Άλλωστε ως προς αυτό έχει συμμάχους τόσο τον χρόνο όσο και την ίδια την ποίηση.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο/ βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά/ πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων/ όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά/ μιλάει μόνο με σχήματα/μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς/ στις φαντασμαγορίες του τίποτε.
Το θέμα είναι τώρα τι γράφεις, όταν επιστρέφεις σε οικείους στίχους και τους βλέπεις να έχουνε θεριέψει, σαν κήπο που άφησες σε κάποια μνήμη και τώρα τον συναντάς μεγαλωμένο τόσο που δεν ξέρεις αν τα φυτά γύρω σου μεγάλωσαν ή αν μίκρυνες εσύ. Δεν καταφέρνουμε πια να μιλήσουμε/ προτού προλάβουμε να πούμε κάτι/ αυτό σκάει σα χειροβομβίδα μες στα χέρια μας. Τι γράφεις την ώρα που περισσότερο από ποτέ γνωρίζεις το πόσα λίγα γνωρίζεις;

Δεν γνωρίζω πολλά. Μα αυτό που ξέρω είναι πως το παρόν το ζεις και το μέλλον σου το κερδίζεις. Το παρελθόν σου όμως το επιλέγεις. Και είμαστε πολλοί, σιγά – σιγά όλο και περισσότεροι, για τους οποίους ο Βύρωνας Λεοντάρης αποτελεί το πιο βέβαιο, το πιο αυτονόητο, το πιο ακαριαίο παρελθόν μας. Και από την κάθε μας πρόταση τον αποχαιρετούμε, με αγάπη και με ευγνωμοσύνη.





(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: