Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Βελάζοντας τον Σκαρίμπα εξαίσια



Ο τράγος γίνεται έφηβος στα δοξασμένα συντρίμμια του χρόνου
Θα ’θελα να είμαι ειλικρινής. Το Θείο τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Πηγαίνοντας στην παράσταση στο Bios λοιπόν, είχα αυτό το συναίσθημα που σε συναντά σε παρόμοιες περιπτώσεις. Λίγη ανυπομονησία και πολύ φόβο. Ειδικά όταν η παράσταση έχει περιγραφεί ως μια ροκ μεταφορά, ειδικά όταν το αρχικό κείμενο στέκει με τις ιδιαιτερότητες του να ταυτίζονται με τα προτερήματα του, αυστηρά πεζό (με την έννοια του γραπτού λόγου, όπως νόμιζα) στην αιχμή του πεζογραφικού μοντερνισμού. Είναι λοιπόν αυτό το συναίσθημα που μετά την παράσταση, ίσως να πολλαπλασιάζει την πολύ θετική εντύπωση σε ενθουσιασμό.

Η παράσταση λιτή, περιγράφεται εύκολα. Ένας αφηγητής-τραγουδιστής-performer (Άρης Μπινιάρης) μας αφηγείται το Θείο τραγί πρωτοπρόσωπα, άλλοτε διηγούμενος, άλλοτε ενσαρκώνοντας και άλλοτε τραγουδώντας τα εμβόλιμα κομμάτια. Ο ίδιος παίζει κιθάρα, ενώ τον συνοδεύουν επί σκηνής ένα μπάσο (Τάκης Βαρελάς), τύμπανα (Βασίλης Γιασλακιώτης) και μια βίντεο εγκατάσταση που προβάλλει σκηνές από τον μεσοπόλεμο. Λίγη σκιά, αρκετή εικόνα, πολλή φωνή και μπόλικα ν μιας παλαιότερης γλώσσας.
Η ιστορία επίσης σχετικά απλή, ο Γιάννης, ένας αλήτης, ένας βαλκάνιος flâneur της δεκαετίας του ’30, επιλέγει συνειδητά την περιπλάνηση και την αλητεία ως τρόπο ζωής, ως άρση πάνω από τις συμβάσεις. Μορφωμένος, σε αρμονία με το μύχιο και το ζωώδες, λάτρης της παροδικότητας,  απορρίπτει το σταθερό, μάχεται το τετριμμένο, βιώνει ως αρνητής της κοινωνίας. Ο ήρωάς μας μετά από πολλές περιπλανήσεις, επιστρέφει διαβάτης στα πάτρια εδάφη και μένει για κάμποσο καιρό στο αρχοντικό που ζει ένας παλιός ανεκπλήρωτος έρωτας, παντρεμένη τώρα πια σε μια φαινομενικά ευτυχισμένη ζωή. Ο αφηγητής σχολιάζει και εισβάλλει στο καθημερινό, αφήνει έγκυο την γυναίκα (ο άντρας της δεν μπορούσε να της κάνει παιδιά) και στη συνέχεια αποχωρεί βαδίζοντας προς το δικό του δρόμο της επιθυμίας και της επιλογής.
Στην πραγματικότητα το κείμενο λειτουργεί ως όχημα αντικομφορμιστικών και αντιηρωικών ιδεών. Αντλώντας καταγωγή  από τους ήρωες του Χάμσουν, βρίσκοντας επιβεβαίωση στη μετέπειτα μπητ κατοχύρωση.
Πιστεύω πως η επιτυχία της παράστασης προκύπτει –πέρα από την αυτοτέλεια της εξαιρετικής ερμηνείας– από τον τρόπο με τον οποίο τα δύο κείμενα πλησιάζουν. Από τη μια το κείμενο του Σκαρίμπα και ο κεντρικός χαρακτήρας του ήρωα-αφηγητή, και από την άλλη το κείμενο της παράστασης με την επιλογή του ροκ ιδιώματος, της μικροφωνικής εκφοράς και της κωμικής στίξης.
Ο μετεωρισμός του εκτελεστή ανάμεσα στους δύο συγγενείς τρόπους της ροκ εκτέλεσης αφενός και της stand-up κωμωδίας αφετέρου, καταφέρνει να επικαιροποιήσει και να αναδείξει τα δύο βασικά στοιχεία του χαρακτήρα και του βιβλίου: το μύχιο του διονυσιασμού και την ποιητική του παλιάτσου (για να θυμηθούμε και την ανάλυση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου).
Ο κλόουν, ο παλιάτσος και ο αρλεκίνος είναι σταθεροί πρωταγωνιστές και μοτίβα της γενιάς των μετασυμβολιστών, ξεκινώντας από τον Ρώμο Φιλύρα, διαπερνώντας το έργο του Καρυωτάκη, του Καίσαρα Εμμανουήλ, του Τέλου Άγρα και άλλων. Στο πεζογραφικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, (καθώς και στις συνεχείς αναφορές στο ποιητικό του έργο βλ. π.χ. τα ποιήματα «Ανδρείκελα», «Ο Αρλεκίνος», «Οι Εαυτούληδες» και πολλά άλλα) πρωταγωνιστής είναι πάντα ο πιερότος, με τη μορφή ενός πληθυσμού νευρόσπαστων. Ο συγγραφέας εμφανίζεται στο έργο του ως χειριστής μαριονετών (δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ο Σκαρίμπας ήταν φανατικός καραγκιοζοπαίχτης και είχε κατασκευάσει τις πιο περίεργες –στα όρια της ψυχεδέλειας– φιγούρες στην ιστορία του θεάτρου σκιών). Βέβαια, το παραπάνω σχόλιο θα έμενε στα όρια της φιλολογικής αναφοράς, αν η παράσταση δεν επιτύγχανε να μεταδώσει τη δυσμορφία, την παραμόρφωση, την υπερβολή και τον αυτοματισμό του ήρωα και του τρόπου αφήγησης της ιστορίας. Το βασικό όχημα της γλώσσας του Σκαρίμπα αναδεικνύει εδώ τα προφορικά του χαρίσματα, με τις κωμικές παύσεις και το ρυθμό του αστείου να αναδεικνύουν το ποιητικό παραξένισμα, την ειρωνεία, την παρωδία, τους νεολογισμούς και τα άλματα. Η ειρωνική ανωτερότητα του περφόρμερ-αφηγητή, η μοναξιά του μικροφώνου, η μοναξιά του ανθρώπου που τσαλακώνεται δημόσια, έρχεται να συναντήσει τη μοναξιά του αλήτη-άρχοντα, του ευτυχισμένου απόκληρου, του Γιάννη της ιστορίας μας.
Όμοια οι ρυθμοί και οι επαναλήψεις της ροκ τέλεσης έρχονται να συναντήσουν τον τίτλο του έργου. Το Θείο τραγί μάς μιλά για το διονυσιακό, το μύχιο, το καρναβαλικό και το ζωώδες, που, αν και εξόριστα από την κοινωνία και την ηθική, μπορούν να εισβάλουν άξαφνα μια νύχτα στη ζωή των ανθρώπων, με τη μορφή ενός Γιάννη. Να εισβάλουν άξαφνα, γιατί ήταν πάντα εκεί απωθημένα αλλά παρόντα, και να ανακατέψουν πόθους και συμβάσεις, επιθυμίες και μαγκώματα.
Η παράσταση Το θείο τραγί επιτυγχάνει ανάμεσα στα άλλα να συμβάλει –σχεδόν εκβιάζοντας– ώστε η ξεχασμένη φωνή του Σκαρίμπα να βρει το φυσικό της ακροατήριο.
Τελικά δεν χρειάζονται και πολλά για μια εξαιρετική παράσταση. Μια πολύ δουλεμένη ερμηνεία, ένα μικρόφωνο και ένας Σκαρίμπας.

(στο μπλογκ του περιοδικού Unfollow, στήλη Αντίσκηνο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: