Τουλάχιστον υπάρχει το καλοκαίρι, ανάμεσα σε ό,τι κρατήσαμε και ό,τι χάσαμε, το παλαιό φόντο σε μια ζωή με νέες ανάγκες, νέες αποκλείσεις, νέες προκλήσεις. Και κείνη η ξεκούραση που ταυτίζεται με την εξάντληση από την άσκοπη πράξη, το ξόδεμα της περιπλάνησης, της τυχαίας κουβέντας που δεν ζητά να αποδείξει. Και πίσω του ξανά όλα τα καλοκαίρια από τη δειλία των πρώτων ελεύθερων διακοπών μέχρι σήμερα, ονόματα πλοίων, νησιών, ονόματα ανθρώπων που συναντήσαμε τυχαία και αργότερα ξεχνούμε και χάνουμε ενώ οι εποχές περνούν και ο χρόνος αλλάζει δέρμα.
Μα τουλάχιστον έχουμε το καλοκαίρι… και όλη αυτή τη θάλασσα που δεν εξαντλείται (ο ποιητής ρωτά ακόμα: «τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει» και μόνη απόκριση η ηχώ μιας σιωπής πάνω από τον αφρισμένο ορίζοντα). Αυτή τη θάλασσα που όταν δεν διδάσκει την ομορφιά, διδάσκει τη ματαιότητα.
Όλη αυτή η ζέστη φέρνει τα πάντα πιο κοντά, κάθε τι πιο κοντά, σφίγγει τις ραφές, τραβά τα κορδόνια, πυκνώνει τα σύνορα. Και είναι το σώμα ολόκληρο, με το φως να το υπενθυμίζει στην κάθε στιγμή, η σάρκα να αγκαλιάζει πρώτη φορά τόσο σφιχτά τα κόκαλα, η ζωή να αγκαλιάζει την ανάσα.
Σαν γιορτή, σαν ιδρώτα, σαν δυσκολία ή σαν πλήξη, θα ψάξουμε το καλοκαίρι εκτός των τειχών της πόλης, γιατί το καλοκαίρι υπάρχει μόνο έξω από τις πόλεις, εκεί όπου ο χρόνος, παρόλο το βιασμό του από το σύγχρονο, διατηρεί τη σχετικότητά του, επιτρέπει την απόδραση έστω και στιγμιαία. Θα το ψάξουμε ανάμεσα σε κακόγουστες ονομασίες μαγαζιών, πλαστικές καρέκλες και χάρτινα τραπεζομάντιλα, τοπία παραμορφωμένα από την εκμετάλλευση, γενέθλια χωριά και άγνωστους τόπους, από τη φλυαρία της καρτ ποστάλ έως τη γύμνια του βράχου. Σε θερινές γιορτές και πανηγύρια, σε θερινές καταστροφές, στην παράδοση των καλοκαιρινών πυρκαγιών που παραλλάσσει το φως και τη ζέστη, μέσα από την αγριότητα των επιπτώσεων και την εγκληματικότητα των ευθυνών.
Τουλάχιστον το καλοκαίρι… Η βιαιότητα του ήλιου, το έγκαυμα της ζωής. Ο ήλιος φωτογραφίζει τα πάντα χωρίς να εμφανίζει την εικόνα. Τη συντηρεί σε εκείνη τη δροσιά, μακριά από τον τόπο ή το χρόνο. Και την υπενθυμίζει τυχαία μέσα σε ώρες μακρινές, όταν τα λεπτά στάζουν τυχαία. Κάτω από τόσο φως, κάθε αίσθηση γίνεται αφή.
Έρχεται μια στιγμή όπου η παραλία γίνεται η κάθε παραλία, ο ορίζοντας ένα φόντο οικουμενικό και ο χρόνος, απλά ο χρόνος, με μόνη στιγμή το καλοκαίρι. Η νύχτα θα πέσει και πάντα πέφτει σαν ανακούφιση. Πάντα την ώρα που πρέπει, ποτέ την ίδια ώρα, πάντα τη δική της ώρα. Η άμμος της παραλίας, της κάθε παραλίας, γεμίζει τις κλεψύδρες του καλοκαιριού που φεύγει. Βγαίνοντας έξω από τον ίσκιο μιας δύσκολης χρονιάς, τρέχοντας προς το σκοτάδι μιας ακόμα δυσκολότερης.
Το καλοκαίρι αυτό θα καλλιεργήσουμε και θα μαζέψουμε ανάσα. Εφόδιο για την επόμενη χρονιά και για ό,τι αποφασίσουμε να της απαντήσουμε. Θα έρθουν και άλλα καλοκαίρια, μεγαλύτερα καλοκαίρια. Θα παύσει να φυτρώνει εδώ η ξηρασία και ο άνυδρος μέλλοντας. Αυτό που θα έρθει, θα είναι απλό και οικείο, οικείο σαν τη ζέστη του καλοκαιριού, του κάθε καλοκαιριού.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου