Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Πάνος Τσίρος: «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα»



«Την μάνα μου την έχασα πριν από δέκα χρόνια.
Θυμάμαι πολύ έντονα τη μέρα που πέθανε. Δεν ήμουν εκεί. Πονούσε και δεν την έπιαναν τα παυσίπονα. Πετάχτηκα στο φαρμακείο να της πάρω καινούργια, πιο δυνατά. Όταν γύρισα, είδα τον πατέρα μου. Στεκόταν στο κατώφλι και δεν μπορούσα να περάσω μέσα.
Από τότε πέρασαν δέκα χρόνια, όπως είπα. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Με βοηθούσε να ξεχνώ. Αλλά μάλλον ξέχασα περισσότερα απ’ όσα ήθελα. Δηλαδή απ’ όσα έπρεπε. Ξυπνούσα κάθε πρωί και πήγαινα στη δουλειά. Δεν ρωτούσα, δεν μιλούσα, δεν σκεφτόμουν. Απέφευγα τις συζητήσεις και τους φίλους. Απέφευγα τους συναδέλφους. Απέφευγα ακόμα και τον πατέρα μου.»
(από το διήγημα, «Χωρίς στόμα»)

Ο Πάνος Τσίρος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Εν συνεχεία, στην Αγγλία, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία, ασχολούμενος με το «Τractatus Logico Philosophicus» του Λούντβιχ Βιτκενστάιν. Εργάζεται, επί σειρά ετών στη μέση εκπαίδευση. Η συλλογή διηγημάτων «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα», εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και αποτελεί το πρώτο του βιβλίο.
Ένας περίεργος δημοφιλής χορός αποκαλύπτει την εντοπιότητά του, ο πατέρας αποκαλύπτει στο γιο του ένα μυστικό κρυμμένο στο πρόσωπο ενός παιδιού, ένας ήσυχος άνθρωπος βλέπει τη μορφή του να επαναλαμβάνεται στη μέση ενός καυγά, μια μικρή μαθήτρια φοβάται και ονειρεύεται. Άνθρωποι κουρασμένοι και μόνοι, τσακισμένοι χωρίς πάταγο από τις πιο απλές στροφές της ζωής. Κοινότοποι, καθημερινοί, διστακτικοί, ένα πλήθος που κατοικεί σε κάθε ημερολόγιο.
Η σύντομη συλλογή διηγημάτων «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα» αποτελείται από 8 σύντομες ιστορίες, οι οποίες δημιουργούν μια σύνθεση απόλυτα πλήρη, παρά τον μικρό τους αριθμό. Οι ιστορίες υπάρχουν με έναν τρόπο οικείο αλλά απόλυτα νέο και προσωπικό ταυτόχρονα. Χρησιμοποιώντας τα πιο απλά υλικά, έναν λόγο καθημερινό, μια γλώσσα χωρίς τίποτα το περιττό, ο Τσίρος καταφέρνει ένα άλμα προς το φανταστικό. οι ιστορίες σχεδόν πάντα καταλήγουν σε μια ανατροπή ακόμα και στην τελευταία φράση του διηγήματος. Μια ανατροπή που υπάρχει με όρους κινηματογραφικούς ως προς την ρήξη της, μα ταυτόχρονα διακριτικούς, χαμηλόφωνους, κατευθυνόμενη προς κάποιο άγνωστο βάθος. Όπως στα διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ, η γραφή φτάνει στην αποκάλυψη του παραλόγου ακολουθώντας τη ροή της καθημερινότητας, συλλαβίζοντας την επανάληψη των στιγμών, μιλώντας για τη ζωή χωρίς εξάρσεις, χωρίς λόγο ή προφανές επιχείρημα με τρόπο ξαφνικό και εντυπωσιακό αλλά τελικά, σχεδόν φυσικό στην αποκάλυψή του.
Τα διηγήματα συνδιαλέγονται με τα δύο τους στοιχεία, τον απόλυτο ρεαλισμό του καθημερινού και το απότομα παράλογο, το παράδοξο, το φανταστικό. Συνήθως η εισβολή του δεύτερου στοιχείου μεταμορφώνει ό,τι είχε μέχρι στιγμής ειπωθεί και μαζί του την ίδια την κοινοτοπία της κοινής ημέρας, μιας στιγμής που θυμίζει την κάθε στιγμή του κάθε ανθρώπου. Όταν η εισβολή του φανταστικού συμβεί πριν το τέλος, ο συγγραφέας θα διαχειριστεί τη νέα αυτή παράμετρο και πάλι με όρους ρεαλιστικούς. Οι ήρωες θα παραμείνουν καθημερινοί αντιμετωπίζοντας το παράλογο με τρόπο όμοιο με την αντιμετώπιση μιας χειρονομίας, ενός φυσικού γεγονότος, μιας φράσης χιλιοειπωμένης και στεγνής από νόημα.
Τα μοτίβα των ιστοριών είναι απόλυτα καθημερινά, το ίδιο και τα διάφορα αντικείμενα, τα βιώματα, οι τόποι. Η Νίκαια, ο Πειραιάς, ο Προφήτης Ηλίας, μια αυλή ή μια τάξη. «Φραπεδιά, αθλητική εφημερίδα και τα ποδάρια πάνω στο τραπεζάκι από μπαμπού». Στις ιστορίες αυτές δεν υπάρχει τίποτα που να σε προετοιμάζει για το παράλογο (ακόμα και για το ίδιο το λογοτεχνικό μέγεθος του διηγήματος). Με τον τρόπο αυτό η αντίθεση γίνεται ακόμα πιο έντονη, μια και η ταύτιση λειτουργεί με όρους σχεδόν απόλυτους μέσα από μοτίβα έντονα αναγνωρίσιμα.
Το φανταστικό υπάρχει στα διηγήματα με τον τρόπο του ονείρου. Η ύπαρξη του έρχεται με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, ζωγραφισμένη με αδρές γραμμές. Το νόημα μένει θολό μέσα από μια διαδικασία όχι έκλειψης του νοήματος της αλλά συμπύκνωσής του, μέσα από τη συμβολοποίηση εικόνων και καταστάσεων προς μια ανοιχτή αποκωδικοποίηση. Ο συγγραφέας δεν δείχνει ούτε απαντά, απλά αναδεικνύει ερωτώμενος το απροσδόκητο, το συμπυκνωμένο, το σχεδόν αόρατο.
Τα κείμενα του Πάνου Τσίρου αποτελούν μια διαδικασία ήπιας μεταμόρφωσης. Όχι των ηρώων ή της πλοκής τους, αλλά του ίδιου του αναγνώστη και του βάρους της κάθε μέρας.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: