Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Η ιαπωνική καταστροφή και τα τέρατα της οθόνης



Οι αποτυχίες, οι φόβοι και οι επιθυμίες καταγράφονται στη λαϊκή ή μαζική κουλτούρα, μεταμορφωμένες, προσωποποιημένες, ειπωμένες σε μια ιστορία, στο ελάχιστο περίγραμμα μιας μορφής. Ο κινηματογράφος, μαζικότερη απ όλες τις τέχνες, έγινε από πολύ νωρίς ο προνομιακός χώρος για να καθρεφτιστεί το ανθρώπινο φαντασιακό και να προβληθεί με όρους μαζικούς.
Η Ιαπωνία υπήρξε η πρώτη χώρα που βίωσε ως πραγματικότητα τον πυρηνικό εφιάλτη. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, με τους 250.000 νεκρούς σε λίγα λεπτά, τη δηλητηρίαση δύο ολόκληρων πόλεων και το γονάτισμα άνευ όρων ενός έθνους, έθρεψαν τον εφιάλτη για τις γενιές που θα ακολουθήσουν, έναν φόβο ολοκληρωτικής καταστροφής, θανάτου και αφανισμού. Τα χρόνια που ακολούθησαν φωτογραφίες, μνημεία, μουσεία, ήρθαν να περιγράψουν τη φρίκη εκείνων των λίγων ωρών. Και αν τα γεγονότα περιγράφονται με ντοκουμέντα, πως αποτυπώθηκε το ρευστό μαύρο χρώμα του εφιάλτη;

Η απειλή του Γκοτζίλα
Το 1954, μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού με περίεργο όνομα, έρχεται να μιλήσει για την καταστροφή με όρους μαζικής κουλτούρας. Στις πρώτες σκηνές, ένα ιαπωνικό αλιευτικό δέχεται επίθεση από μια μυστηριώδη ραδιενεργή ακτίνα. Η συμφορά κλιμακώνεται με την καταστροφή του νησιού τους. Η επίθεση περιγράφεται με όρους γενικούς και τυφλούς, σχεδόν όμοια με το παράλογο χτύπημα ενός στοιχείου της φύσης. Σύντομα η βία θα επιβιβαστεί στο Τόκιο. Ένα τέρας μεγάλων διαστάσεων, κάπου ανάμεσα στους παραδοσιακούς ιαπωνικούς δράκους και τη μορφή του δεινοσαύρου, θα αρχίσει να σπέρνει τον τρόμο γκρεμίζοντας κτίρια, σκοτώνοντας με μια τυφλή μανία. Η ταινία, που δανείστηκε τον τίτλο της από το όνομα του τέρατος, ονομαζόταν απλά «Γκοτζίλα».
Το φαντασιακό ενός λαού μυθολογείται με τα πιο φτηνά υλικά χωρίς αισθητικές αξιώσεις. Η ιστορία, η πλοκή και οι χαρακτήρες είναι υποτυπώδεις. Αυτό που έχει σημασία είναι η καταστροφή και ο φόβος όπως αποτυπώνονται στην μορφή και στις πράξεις του τέρατος. Ο Γκοτζίλα αντλεί την οργή του από την ίδια του την καταγωγή, τη γέννησή του από τα πυρηνικά υλικά. Σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, στη μεταπολεμική Ιαπωνία ήταν κοινός τόπος στην συνείδηση των κατοίκων, πως ενώ ο λαός τους πολέμησε με όλη του την ψυχή, ηττήθηκε τελικά από την τεχνολογία. Το τέρας της οθόνης ενσαρκώνει ακριβώς αυτή την ανωτερότητα της ζωικής δύναμης απέναντι στην τεχνολογία του πολέμου, μια και τα συμβατικά όπλα δεν μπορούν να το βλάψουν. Σε μια κουλτούρα που είχε από αιώνες έντονο το στοιχείο της αποκάλυψης λόγω της βιαιότητας των φυσικών φαινομένων (σεισμοί, ηφαίστεια κτλ) η ταινία Γκοτζίλα περιγράφει τη μετάβαση της αποκάλυψης αυτής στην τεχνολογική εποχή. Η καταστροφή δεν έρχεται πια από την παράλογη βούληση ενός θεού, αλλά αποτελεί τιμωρία και Νέμεσι προερχόμενη από την ανθρώπινη τεχνολογική ύβρη.

Η επιθυμία για λήθη
Η ταινία αποτέλεσε τεράστια εμπορική επιτυχία και σύντομα πέρασε τα σύνορα της χώρας. Με τον τρόπο αυτό έχασε και την αρχική της σημασιολογία. Μια σειρά από συνέχειες ακολούθησε, μεταμορφώνοντας την αρχική μυθολογία. Νέα τέρατα ήρθαν να πλαισιώσουν τον αρχικό πρωταγωνιστή. Τεράστιες χελώνες, νυχτοπεταλούδες, πτεροδάκτυλοι και τρικέφαλοι δράκοι δημιούργησαν το ιαπωνικό κινηματογραφικό υποείδος του Kaiju, των ταινιών με περίεργα τέρατα στην κατά λέξη μετάφραση. Η μορφή του Γκοτζίλα έγινε οικεία, ίσως και λόγω παλαιότητας, και σύντομα άρχισε να υπερασπίζεται την ανθρωπότητα. Η μορφή του άλλαξε, τα μάτια του έγιναν στρογγυλά, το βλέμμα του φιλικό και οι κινήσεις του παρέπεμπαν σε μια σχεδόν ανθρώπινη χορογραφία. Κάπου ανάμεσα στην εμπορικότητα και την ανοησία, το τέρας μεταμορφώθηκε σε μια θεαματική υπερπαραγωγή ικανή να αγγίξει το κοινό διαφορετικών ηλικιών. Κωμικά στοιχεία προστέθηκαν, ενώ σύντομα η άλλοτε προσωποποίηση του ολέθρου, απέκτησε και παιδί. Η τεχνολογία, άλλοτε εχθρός, καταλύτης της ήττας και αφετηρία του τρόμου, γίνεται τώρα φύλακας και προστάτης μιας χώρας που αναπτύσσεται με ραγδαία βήματα προς ένα αισιόδοξο μέλλον. Οι 30 ταινίες της σειράς, μάλλον έχουν ελάχιστη σημασία για την ιστορία της τέχνης του κινηματογράφου. Η μετάβαση όμως στις μορφές του τέρατος, από την κόλαση στο οικείο, περιγράφει έμμεσα ένα κοινωνικό φαινόμενο. Την απομάκρυνση ενός λαού από τον εφιάλτη του 1945 και την επιθυμία του για λήθη. Όμως πολύ συχνά και η λήθη γεννάει τέρατα.

Εγκληματικά
ανθρώπινα λάθη
Ο σεισμός στις 11 Μαρτίου και το τσουνάμι που δημιουργήθηκε αποκάλυψαν μέσα σε όλη τους την καταστροφική μανία, εγκληματικά ανθρώπινα λάθη. Η δημιουργία μιας σειράς πυρηνικών εργοστασίων σε μια τόσο έντονα σεισμογενή περιοχή, καθώς και το γεγονός ότι οι αρχές αψήφησαν μια σειρά προειδοποιήσεων, με σημαντικότερη αυτή του 2008 από την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) σύμφωνα με την οποία, τα πυρηνικά εργοστάσια της Ιαπωνίας δεν ήταν σε θέση να αντέξουν ισχυρούς σεισμούς (σύμφωνα με την «Daily Telegraph»), περιγράφουν την ύβρη. Αυτή όμως τη φορά τα θύματα δεν είναι κάποιοι κακοπληρωμένοι κομπάρσοι αφημένοι στον ασπρόμαυρο τρόμο, αλλά ένας πραγματικός πληθυσμός. Και φορέας της καταστροφής δεν είναι ένας ηθοποιός κρυμμένος στο κακόγουστο κουστούμι ενός δεινοσαύρου, αλλά η Εταιρία Ηλεκτρικής Ενέργειας του Τόκιο, οι λοιπές ιαπωνικές εταιρείες πυρηνικής ενέργειας και κυρίως η ιαπωνική κυβέρνηση που αψήφησε τις προειδοποιήσεις, την ανθρώπινη λογική και τελικά την ίδια την ιστορία ενός λαού καταδικασμένου ξανά στον πυρηνικό εφιάλτη.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Να συμπληρώσω με την μικρολεπτομέρεια ότι στις περισσότερες ταινίες το πρώτο κτίριο που συνθλίβονταν ήταν η Εφορία... (μόνο οι Αμερικανοί μισούν περισσότερο την Εφορία από τους Ιάπωνες)