Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
Η κρίση της ποίησης και η ποίηση της κρίσης ( εισήγηση στο 30ο συμπόσιο ποίησης της Πάτρας)
ή
Η σιωπή, η κρίση και το φλεγόμενο δέντρο
———————
Η σιωπή
Η σύγχρονη κοινωνία, είναι μια κοινωνία πληροφόρησης. Μια κοινωνία απείρων πομπών και δεκτών στα όρια του θορύβου. Ό, τι συμβαίνει ή δεν συμβαίνει επικοινωνεί, μεταδίδεται, καταλαμβάνει τον ελάχιστο χώρο του πριν αντικατασταθεί. Ακόμα και όταν σιωπά, το κενό δεν μένει βουβό αλλά καλύπτεται από άλλες πληροφορίες εξίσου εκκωφαντικές. Και στην διαδικασία αυτή της αλληλουχίας και της επικάλυψης, εμείς, οι σύγχρονοι άνθρωποι, αποδεχόμαστε μια κατάσταση ήπια επιβεβλημένη. Μοιραζόμαστε και ανταλλάσσουμε γεγονότα, πληροφορίες αβέβαιης σημασίας μας κυκλώνουν και μας ενημερώνουν υποχρεωτικά, βιώνουμε τον κόσμο μιας επικοινωνίας που καταργήθηκε, μέσα στην ίδια την υπερβολή, της διάδοσης και της εναλλαγής της. Και Ο λόγος, φθαρμένος από την ταχύτητα, αδιάφορα κοινότοπος μες στις επαναλήψεις, συμπυκνώσεις κενού που έρχονται να απαντήσουν σε ερωτήσεις που δεν τέθηκαν. Διαφημιστικές υπερβολές, τηλεοπτικές πόζες και επιθυμίες παραιτημένες σε βιαστικά μηνύματα κινητών και στην αφόρητη μοναξιά των τόσων greeklish στα διαδικτυακά chat. Και η ποίηση; Πώς μιλά η ποίηση μέσα στην τόση φλυαρία, στην τόση κυριαρχία του κενού λόγου;
«Η σιωπή είναι μια εναλλακτική λύση. Όταν οι λέξεις είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα» καταλήγει ο Τζορτζ Στάινερ στο δοκίμιό του «Η σιωπή και ο ποιητής», προτρέποντας προς την ευφράδεια μιας λέξης που απουσιάζει, σε έναν κόσμο όπου το νόημα διαφεύγει αδιάφορο. Η θέση της ποίησης στον καθημερινό, δημόσιο λόγο, η ποίηση επιβεβαιώνει τη σιωπή της. Σε έναν καιρό αυστηρά πρακτικό επιβιώνει διαστρεβλωμένη: ως συνοδευτικό της διαδρομής στα βαγόνια του μετρό, ως κορόνα σε πολιτικούς λόγους νομιμοποιώντας τη φθαρμένη γλώσσα και την έλλειψη οράματος, ως συγκίνηση σε επικήδειους, εικονογραφημένη σε μπλογκ θεματικά, μπάλωμα μιας σιωπής που κραυγάζει. Και ο ποιητής του σήμερα; Ας υποθέσουμε πως δεν έχει φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής…
Η ποίηση πάντα φλέρταρε με τους τρόπους της σιωπής. Από τον πρώτο μοντερνισμό της με τα «Άνθη του κακού» του Μποντλέρ (1857), μέχρι και σήμερα, η ποιητική γλώσσα εμπεριέχει τη σιωπή μέσα από την αφαίρεση. Ο παλιός λυρισμός μέσα από την μουσική των λέξεων, αντικαθίσταται και γίνεται ορατός ακριβώς με την ορθή απουσία τους. Το νόημα δεν απαντάται, αλλά εμπεριέχεται αποφεύγοντας μια καθαρή ομολογία. Έχοντας ως μόνο εργαλείο και στόχο τη γλώσσα, η ποίηση την χρησιμοποιεί υπερβαίνοντας τη. Στις πιο ακραίες της μορφές (ποίηση νταντά, λετρισμός, κολάζ λέξεων) την παύει ακριβώς για να την κρίνει. Η βαρβαρότητα των δύο παγκοσμίων πολέμων, βλάστησε τη λεκτική παύση περισσότερο από ποτέ, μέσα στην επικράτεια του ποιήματος. Η ερώτηση του Αντόρνο (Πώς μπορεί να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς;) απαντήθηκε συχνά με μια σιωπή ενεργητική, όπως στα θεατρικά έργα του Μπέκετ ή του Πίντερ, με την ταυτόχρονη αποδοχή και απόρριψη του παραλόγου. Μια σιωπή που χρωματίζεται όχι από το λευκό του άδειου, αλλά από το μαύρο της απόλυτης πυκνότητας. Πότε λοιπόν σιωπούν οι ποιητές;
Ανάμεσα στις λεγεώνες των ποιητών συναντάμε περιπτώσεις όπου η σιωπή δέθηκε τόσο με την ποίησή τους όσο και με την ίδια τους τη ζωή. Ο Φρίντριχ Χαίλντερλιν (1770 – 1843) ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές της γερμανικής ποίησης, πέρασε τα τελευταία 32 χρόνια της ζωής του μιλώντας και γράφοντας σε μια γλώσσα κατασκευασμένη από τον ίδιο, μέσα σε μια κατάσταση γαλήνιας τρέλας. Ο εσωτερισμός της ποίησής του έγινε μέγεθος απόλυτο, ταυτιζόμενο με την ίδια τη ζωή του, σταματώντας το μάταιο της επικοινωνίας. Ο Αρθούρ Ρεμπό (1854- 1891), αποφασίζει αφού έχει τελειώσει το «Μια εποχή στην κόλαση», να παρατήσει για πάντα την ποίηση στα 18 του χρόνια, επιλέγοντας την ζωή του τυχοδιώκτη, το εμπόριο όπλων και την περιπλάνηση σε διάφορες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Οι πιο αισιόδοξοι, είδαν στη στάση αυτή όχι μια παραίτηση, αλλά μια αποθέωση της πράξης πάνω από τη γλώσσα, την ποίηση μιας ζωής άγριας, μιας ζωής χωρίς ομοιοκαταληξίες. Το 1961, ο Έζρα Πάουντ (1885-1972), διαλέγει την μεγάλη σιωπή. Συνεργάτης του ιταλικού φασισμού με έναν τρόπο υποκειμενικό αν και φανατικό, έγκλειστος κλουβιού σε αμερικανικό στρατόπεδο της Πίζας και στη συνέχεια σε ψυχιατρική κλινική στην Ουάσιγκτον, βασανισμένος από τις επιλογές του, τη μεταμέλεια, την ίδια την ποίηση. Ο Πάουντ δεν υπήρξε μόνο ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα, υπήρξε ταυτόχρονα και αυτός που προσπάθησε να κλείσει στο έργο του το σύνολο της ποίηση των περασμένων εποχών. Η σιωπή του δεν ήταν η σιωπή ενός οποιουδήποτε ποιητή, ήταν η σιωπή της ίδιας της ποίησης. Πολλοί από τους σύγχρονους του αναρωτήθηκαν: Μήπως ο miglior fabbro (μεγάλος τεχνίτης σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Έλιοτ) ανακάλυψε στη σιωπή μια καινούργια γλώσσα; Και μήπως τελικά αυτή, είναι η γλώσσα της νέας εποχής που ξημερώνει;
Η ποίηση στην εποχή μας δεν απουσιάζει, θα μπορούσαμε να πούμε (έστω διστακτικά) πως απλώς συχνά εκδηλώνεται ως σιωπή. Ας αναλογιστούμε, πόση σιωπή αναλογεί, σε κάθε πρόχειρη απόφανσή μας, σε κάθε τυχαία πεταμένη φράση, σε κάθε λέξη μας, φθαρμένη εκ των προτέρων; Αλλά μπορεί κανείς να σιωπά εξίσου σε όλους τους καιρούς;
———–
Η κρίση
Ζήσαμε τις μέρες σβήνοντάς τις από τα ημερολόγια της πραγματικότητας. Ζήσαμε μέρες ενός αυστηρού παρόντος, ικανοποιημένοι στην ασάφεια, άλλοι παραβλέποντας, άλλοι περιμένοντας, άλλοι προσπαθώντας διστακτικά. Και ύστερα ήρθαν οι μέρες της κρίσης. με όρους αμείλικτους και ξεκάθαρους, λύσεις παράλογες και επιβεβλημένες, νέα μέτρα και νέες πραγματικότητες. Ο οικονομολόγος γίνεται ο νέος ήρωας, μιας εποχής που περιγράφει τη ζωή με όρους τεχνικούς, ψυχρούς και ακατανόητους, ο ήρωας μιας πραγματικότητας που μοιάζει να μας διαφεύγει, μέσα στο ακατανόητο και αυστηρά συγκεκριμένο της ορολογίας της. Διαγράμματα, τεχνοκρατικές αναλύσεις, κύρος οίκων και θεσμών άγνωστων, σπαστά αγγλικά και φλύαροι αριθμοί, φτιάχνουν μια νέα γλώσσα που περιγράφει τις μοίρες μας, μοίρες που αδυνατούμε πια να κατανοήσουμε. Και έτσι βρισκόμαστε κρατώντας λέξεις παλαιές, αντιμέτωποι με έναν κόσμο νέο. Η παλαιά σιωπή δεν μιλά πια εκκωφαντικά, γιατί δεν είναι η οικονομία αυτό που αλλάζει. Μαζί της, όπως πάντα, αλλάζει και κάθε τι γύρω.
Τα νέα μέτρα πλησιάζουν όλο και περισσότερο, με τις εφαρμογές και την πραγματικότητά τους να απειλεί κάθε τι κεκτημένο, κάθε τι αυτονόητο. Τα μέτρα δεν αλλάζουν μόνο την οικονομική διάσταση της κάθε μέρας, αλλά ταυτόχρονα ξεριζώνουν έναν τρόπο ζωής που μάθαμε να συλλαβίζουμε ως καθημερινό. Είναι τέτοια η ένταση και σκληρότητα που πλησιάζει, ώστε να μεταμορφώνει κάθε εικόνα, κάθε χειρονομία, κάθε θερμοκρασία που δεχτήκαμε να αποκαλούμε ζωή.
Η τέχνη σε κάθε έκφανση της, θεωρήθηκε συχνά πολυτέλεια. Σαν κάτι που περισσεύει, γεμίζει τυχαία τις ώρες, ψυχαγωγεί, και διασκευάζει το τρέχον, συχνά χωρίς σημασία. Μέσα σε μια πραγματικότητα αυστηρά και χυδαία υλιστική, κάθε ενασχόληση με την τέχνη κατέληξε να θεωρείται χόμπι, παραξενιά ή σπατάλη του πολύτιμου χρόνου. Σε έναν κόσμο ρευστό, που βασικές αξίες και κεκτημένα για πρώτη φορά αμφισβητούνται και συνθλίβονται με τέτοια ένταση και σε τέτοια έκταση, καλούμαστε να επαναδιαπραγματευτούμε την σχέση μας με αυτή την «πολυτέλεια», να προσδιορίσουμε ξανά το ρόλο και τη σημασία της και τελικά να προσδιοριστούμε από αυτή.
Η ζωή στη δύσκολες στιγμές της, παρουσιάζεται με όλο τον κυνισμό, την ματαιότητα, την απελπισία της. Στεγνή από όνειρα, διατάζει προτεραιότητες, πρακτικότητα και αδιέξοδα. Και είναι ακριβώς η ίδια η ταύτιση του αναγκαίου με το ρεαλιστικό που συντηρεί την κατάσταση, αποφεύγοντας κάθε όραμα που θα την μεταμόρφωνε. Κάθε κατάφαση που πολλαπλασιάζει το δύσκολο του παρόντος, ακυρώνει την αλλαγή του μέλλοντος. Η αλλαγή, η ανατροπή και η δημιουργία του νέου, είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα.
Δεν είναι τυχαίο πως σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, σε μαύρες εποχές, η τέχνη δεν παύει, δεν περικόπτεται ως αχρείαστο έξοδο υπουργείου, αλλά αντιθέτως ανθίζει ως αναγκαιότητα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γέννησε την χαμένη γενιά, μια σειρά συγγραφικών μεγεθών που ξεπέρασαν την απελπισία και δημιούργησαν. Τα χαμένα παιδιά της γενιάς αυτής, βρέθηκαν ξανά μέσα σε σελίδες που υπερέβησαν την απελπισία του χαρακώματος. Ο Φιτζέραλντ, ο Φώκνερ, ο Χέμινγουει, ο Ντος Πάσος, πιθανόν να μην είχαν επιτύχει τη λογοτεχνική τους δημιουργία, αν δεν είχαν ως εμπόδιο και τελικά ως συγγραφικό όπλο, την καταστροφή γύρω τους. Το παράλογο του δευτέρου παγκοσμίου γέννησε την εποχή του λογοτεχνικού παραλόγου (εκφρασμένο κυρίως μέσω του θεάτρου). Μια σειρά από συγγραφείς μίλησαν για τα αδιέξοδα της ανθρώπινης διάστασης, υπερβαίνοντας τα μέσω της ανάτασης που γέννησε η καταγραφή, η περιγραφή και η λογοτεχνική ανάλυσή τους. Η ήττα του εμφυλίου και η ελληνική μεταπολεμική κατάσταση, έφεραν στο προσκήνιο, μια νέα σειρά ποιητών. Γενιές ηττημένες, έγραψαν βιώνοντας τις πληγές ενός κόσμου τσακισμένου. Μέχρι και σήμερα δεν σταματούμε την συνομιλία μας με την γενιά αυτή. Τον Σαχτούρη, τον Καρούζο, τον Λειβαδίτη τον Αναγνωστάκη και τόσους άλλους. Μια ηττημένη περίοδος, κέρδισε και κληροδότησε μεγάλους ποιητές.
Ο εξπρεσιονισμός των ημερών που έρχονται, χρειάζεται τα δικά του σκληρά χρώματα. Όπως έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, οι εποχές της φρίκης τραγουδούν τα τραγούδια της φρίκης. Είτε σαν παραμυθία, είτε σαν διέξοδος, είτε σαν ανάταση και όραμα, η τέχνη και η ποίηση πρέπει να αναζητήσει τον χαμένο της πυρήνα. Οι εποχές που την περιέγραψαν ως συνοδευτικό μιας ζωής επαρκούς, μοιάζουν να έχουν περάσει ανεπανόρθωτα. Η τέχνη δεν μπορεί πια να επιβιώνει ως βραδινή δημόσια έξοδος, ως best seller, ως ανέξοδη ευαισθησία. Σε εποχές κρίσης η τέχνη επιβιώνει μόνο ως ανάγκη. Το όραμά της και οι ορίζοντές της είναι αυτοί που θα τροφοδοτήσουν την πραγματικότητα με ένα όραμα που μπορεί να την αλλάξει. Στρατευμένη στην ειλικρίνεια, η ποίηση διακρίνει το νέο σε κάθε τι που γερνά και πεθαίνει. Ο ρόλος του δημόσιου διανοουμένου, ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία, της ίδιας της τέχνης στη ζωή, επαναδιαπραγματεύεται με αυτή την ειλικρίνεια που φαντάζει αναγκαστική. Και μέσα από τα τραγούδια ενός κόσμου που πληγώνει, μπορεί να γεννηθεί ένας νέος κόσμος με περισσότερο ουρανό (για να θυμηθούμε τον Μίλτο Σαχτούρη). Και ας μην το κρύβουμε, ειδικά σήμερα, διψάμε για περισσότερο ουρανό. Και δεν υπάρχει τόπος άλλος από την τέχνη, τόπος άλλος από την ποίηση που να γεννιέται περισσότερος ουρανός.
————–
Το φλεγόμενο δέντρο
Οι μέρες που πλησιάζουν θα είναι μέρες κοινωνικών ανακατατάξεων και απ όσο όλοι προβλέπουν κοινωνικών αναταραχών. Αν η ίδια η κοινωνία αλλάζει, δεν πρέπει μαζί της να αλλάξει και η ποίηση. Και αν η απάντηση είναι καταφατική τι μορφή θα μπορούσε αυτή να πάρει; Κάθε απάντηση ή πρόβλεψη μοιάζει μάταιη. Γιατί το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί από μια νέα ομιλία, δεν μπορεί να απαντηθεί από μια νέα θεωρητική ανάλυση, μπορεί να απαντηθεί μόνο μέσα από ένα νέο ποίημα. Μπορούμε να αναζητήσουμε – έστω πρόχειρες- προβλέψεις και συγγένειες στο πρόσφατο παρελθόν; Ας γυρίσουμε πίσω στον Δεκέμβρη του 2008…
Ο χρόνος ζητά να συμπυκνώνει. Με λίγες φράσεις, με λίγες εικόνες που εμπεριέχουν πολύ περισσότερα. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη ζητούσαν και αυτά το σύμβολό τους. Η εικόνα του φλεγόμενου χριστουγεννιάτικου δέντρου, στην πλατεία συντάγματος, κατάφερε να συμπυκνώσει και να περιγράψει τον μήνα και τις διαθέσεις με τρόπο πιο πετυχημένο από τις περισσότερες αναλύσεις και τα περισσότερα άρθρα που γράφτηκαν την περίοδο εκείνη. Κρίνοντας το γεγονός αισθητικά και όχι πολιτικά ή ηθικά μπορούμε να παρατηρήσουμε μια πολυσημία που συναντούμε πια σπάνια. Το δέντρο αυτό υπήρξε σύμβολο του ατάραχου καταναλωτισμού, που επιβάλλεται με το μέγεθός του, συνδέοντας τον κοινοβουλευτισμό της βουλής με την εμπορικότητα της Ερμού. Σύμβολο το οποίο ταυτίζει τις αγορές με την γιορτινή χαρά και μακαριότητα, την κακογουστιά των επιβεβλημένων ημερολογιακών εορτών, με τα τόσα πρότυπα που αφήσαμε να υπάρχουν χωρίς κριτική. Τα Χριστούγεννα που κάηκαν μπροστά στη βουλή, πέρα από τις όποιες προθέσεις, έφτιαξαν μια δήλωση πολύ πιο έντονη και ξεκάθαρη μέσα στην αντίθεση της εικόνας. Την αντίθεση των συνθημάτων που μιλούσαν για ένα δολοφονημένο παιδί και ένα δολοφονημένο μέλλον, με τα τραγουδάκια μιας πλαστικής θρησκευτικότητας που προσφέρει στολίδια και φάτνες. Την αντίθεση ενός πλήθους ριγμένου στην ανεργία και την ανασφάλεια, με τις υπερπροσφορές και τις γιορτινές εκπτώσεις. Την αντίθεση ενός κοινοβουλευτισμού ατάραχου ανάμεσα σε μια σειρά σκανδάλων, με μια πολιτική του δρόμου, της απελπισίας, της φαντασίας. Η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου, με μια αφοπλιστική, βίαιη ευφράδεια, περιγράφοντας ακαριαία.
Ήταν πολλές οι φωνές που ζήτησαν να μιλήσουν τον μήνα εκείνο, μέσα από συνθήματα, ειπωμένα από στόματα αγνώστων ή γραμμένα στους τοίχους: Ιστορία ερχόμαστε! Κοίτα τον ουρανό! Ξυπνήστε πεθαίνω! Πρόχειρες φράσεις χωρίς αισθητικές επιδιώξεις, χωρίς να ζητούν επιβεβαίωση, βγαλμένες από μια ανάγκη που ξεχείλιζε. Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών, αλλά και τα τόσο συγκεκριμένα γεγονότα να επιβάλουν ένα συναίσθημα έντονο και κοινό, η τυχαία συνάντηση με τις φράσεις αυτές, έκανε ανθρώπους να εκφραστούν, να συγκινηθούν, να αισθανθούν ενότητα μέσα στον βόμβο του άγνωστου πλήθους.
Θα μπορέσει η ποίηση που θα έλθει τις στιγμές της κρίσης, να διεκδικήσει τη συγκίνηση που προκαλεί το τυχαίο και στιγμιαίο ενός συνθήματος, χωρίς να χάσει τις αισθητικές της αξιώσεις; Θα μπορέσει η ποίηση που θα έλθει να λάμψει πιο έντονα από την πυρκαγιά ενός δέντρου; Η απάντηση και πάλι δεν θα δοθεί από μια ομιλία, δεν θα δοθεί από ένα θεωρητικό έργο. Η απάντηση θα δοθεί από ένα νέο ποίημα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου