Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Η ανθρώπινη φωνή


H σιωπή διασχίζει τη φωνή, όπως η φωνή τη μνήμη.

Θυμάμαι την πρώτη φορά, όταν σε ηλικία παλιά βρέθηκα μπροστά στο πρώτο μαγνητόφωνο. Σίγουρα υπήρξαν μαγνητόφωνα πριν από αυτό. Για τους άλλους ανθρώπους εννοώ. Για εμένα ήταν το πρώτο μαγνητόφωνο. Για την ακρίβεια για αρκετό καιρό το μαγνητόφωνο αυτό υπήρξε η ίδια η λέξη μαγνητόφωνο, σημαίνον και σημαινόμενο σε πλήρη ταύτιση, αντικείμενο και όχι είδος. Το μαγνητόφωνο που μάζευε τις φωνές με τις ίδιες απότομες κινήσεις όπως η σκούπα μαζεύει τα σκουπίδια. Και αντίθετα με τη σκούπα, το μαγνητόφωνο μαζεύει για να επιστρέψει, όχι για να αποσπάσει. Για να δώσει πίσω και να διαμοιράσει.

Μα αυτό που μου επέστρεψε το πρώτο μαγνητόφωνο στην πρώτη καταγραφή ήταν κάτι άλλο. Μια φωνή ανάμεσα στις φωνές των φίλων τελείως διαφορετική. Οι φωνές των δύο φίλων όμοιες και μαζί τους μια τρίτη φωνή, φωνή κάποιου άλλου. Η φωνή μου όπως την άκουγα δεν ακουγόταν πουθενά. Στη θέση της μια άλλη φωνή που της έμοιαζε ελάχιστα, ίσα ίσα που τη θύμιζε αν άκουγες προσεκτικά να μιλάει τα λόγια της, να μιμείται -σχεδόν κοροϊδευτικά- τους τονισμούς και τους κυματισμούς της. «Είναι χαλασμένο», είπα στους φίλους μου, «παραμορφώνει τις φωνές», είπα με σιγουριά προσπαθώντας να διακρίνω ταυτόχρονα και τις αλλαγές στις φωνές των φίλων μέσα στη μαγνητοταινία. Εκείνοι, με τη βεβαιότητα του ειδικού που έχει δει μαγνητόφωνο πάνω από μία φορά, με διαβεβαίωσαν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει και πως έτσι συνήθως αντιδρούμε όλοι. Και αυτό γιατί η φωνή μας όπως την ακούμε εμείς με τη φωνή μας όπως την ακούνε οι άλλοι δεν ταυτίζονται. «Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο;» ρώτησα. «Γιατί δεν μας είχε ενημερώσει κανείς;». Δεν υπήρχε λόγος, μου είπαν, άλλωστε δεν είναι κάτι που συνειδητοποιείς παρά μόνο αφού έχει συμβεί.

Η απόλυτη ηρεμία στον τόνο τους με έπεισε πως δεν επρόκειτο περί φάρσας. Ο τρόπος που ο ένας συμπλήρωνε τη βεβαιότητα του άλλου με έπειθε πως επρόκειτο για μια ευρύτερη βεβαιότητα, για ένα μυστικό από το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα εξαιρεθεί. Και τη στιγμή που κατάλαβα πως δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, κατάλαβα πως βρισκόμουν μπροστά σε μια στιγμή αποκάλυψης. Για πρώτη φορά άκουγα τη φωνή μου όπως την ακούνε και οι άλλοι. Ξάφνου ντράπηκα. Ηθελα να μείνω μόνος μαζί της, να την εξετάσω, να προσπαθήσω να τη συνηθίσω, να συμφιλιωθώ μαζί της. Οπως ένα μωρό για πρώτη φορά βλέπει το πρόσωπό του και ενώ το έχει δει φορές πολλές, κάπου στους πρώτους μήνες καταλαβαίνει πως αυτό είναι το δικό του πρόσωπο. Δεν έχει όμως λέξεις για να ξαφνιαστεί, μόνο συνηγορεί με αγαθότητα στη διαπίστωσή του γελώντας ξανά και ξανά.

Να με εδώ για πρώτη φορά, να καταλαβαίνω πως όλες οι στιγμές που είχα ζήσει, όλες οι κουβέντες που είχα ανταλλάξει είχαν γίνει με μια άλλη φωνή. Ποια από τις δύο φωνές ήταν δική μου; Για πρώτη φορά αισθάνθηκα (δεν κατάλαβα όμως, αυτό συμβαίνει αρκετά μετά) πως ο τρόπος που σε βλέπουν οι άλλοι δεν είναι όμοιος με τον τρόπο που βλέπεις, που ακούς, που αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου. Ενώ οι φίλοι είχαν φύγει, ασυναίσθητα άρχισα να μιλάω μόνος μου δυνατά. Για να ακούσω τη φωνή μου. Με ένα συναίσθημα όμοιο με αποχωρισμό. Στη συνέχεια ξαναέβαλα το μαγνητόφωνο και έκατσα εκεί, να με ακούω ξανά και ξανά, μπας και με συνηθίσω.
Η απόσταση ανάμεσα στις δύο φωνές παραμένει μέχρι και σήμερα. Και σκέφτομαι, ενώ ακούω παλιές καταγραφές της φωνής μου, πως όταν φύγουμε η φωνή μας θα μείνει καλά κρυμμένη σε στοές καταγραφής, μαγνητοταινίες και αρχεία, να συνομιλεί εκτός σώματος και εκτός χρόνου. Η άλλη φωνή, η μέσα φωνή χάνεται. Εξαχνώνεται ξεχασμένη κάτω από τους ήλιους όλων των ημερών που θα διαδεχτούν την αποχώρησή μας. Δύο φωνές, ένα υποκείμενο, χιλιάδες αντικείμενα.

Και σκέφτομαι πως ίσως γι' αυτό τελικά να γράφουμε. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεπεράσουμε τη φωνή και τον χρόνο, τον διαχωρισμό ανάμεσα στο Εγώ και τους Αλλους, ανάμεσα στη φωνή που χάνεται και τη φωνή που μένει.
Μια προσπάθεια να μιλήσουμε και να διαφυλάξουμε τη μέσα μας φωνή χωρίς ήχο.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: