Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, η ιστορία και η πλατεία Συντάγματος
ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Tο σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» μοιράστηκε με τρόπο επίκαιρο, ξανά όλες τις τελευταίες μέρες, σε νέες φωνές και παλαιές, εκφράζοντας το παρόν, αλλά ταυτόχρονα ενοποιώντας το με το αγωνιστικό παρελθόν και τις νίκες του, σε σχέση με τα απολεσθέντα αυτονόητα. Η έκθεση του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο Σπίτι της Κύπρου (Ηρακλείτου 10, Κολωνάκι), δανείζεται τον τίτλο της από αυτό το συμπυκνωμένο αίτημα, όπως στέκει χρονικά προσδιορισμένο από τους αγώνες κατά της δικτατορίας και ταυτόχρονα αχρονικό στην οικουμενικότητά του. Το δίπολο ανάμεσα στο παρελθόν ως ιστορία και μνήμη από τη μία και τα διδάγματα της ως παρόν από την άλλη, διατρέχει το σύνολο της έκθεσης. Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Σήμερα που μετράμε τις απώλειές μας, η τέχνη θα αναζητήσει τις αλήθειες της με το βλέμμα στην ιστορία και τα διδάγματά της. Το προσκλητήριο των απόντων είναι μαζί και προσκλητήριο των παρόντων και ενεργών πολιτών και δημιουργών.»
Μια συμβίωση
Η έκθεση απλώνεται σε δύο ορόφους και αποτελείται στη μεγάλη της πλειοψηφία από έργα φτιαγμένα από ακριλικό σε ξύλο. Τα δύο στοιχεία που επικρατούν, είναι η πολυχρωμία και η αναφορά. Μια πολυχρωμία που βρίσκεται συχνά στα όρια του τυχαίου αφηρημένου της παλέτας, με μυτερές στην όραση αντιθέσεις και μια αναφορά πολλαπλή μέσα από ντοκουμέντα, σύμβολα και συνθέσεις. Μέσα από εικόνες και βλέμματα, η ιστορία αναπαρίσταται με το χρόνο παραμορφωμένο καλειδοσκοπικά.
Τα έργα, σχεδόν στο σύνολό τους, καταγράφουν μια συμβίωση. Έτσι στην ίδια επιφάνεια συναντούμε νεκρές φύσεις που αναπαριστούν τροφές: πιπεριές, αχλάδια, σκόρδα και κυρίως κομμάτια από ψωμί, το διατροφικό πυρήνα, το ελάχιστο που χρειάζεται για την επιβίωση. Ταυτόχρονα το χώρο της επιφάνειας μοιράζονται αιτήματα, αγωνιστές και θύματα. Ο Βελουχιώτης, οι 200 της Καισαριανής, ο Μπελογιάννης, ο Πλουμπίδης, ο Λαμπράκης. Ντοκουμέντα της εποχής αναπαριστούν και αναφέρονται. Πορτρέτα, φωτογραφίες και άρθρα, το ανώνυμο και το επώνυμο, οι στιγμές της πρόσφατης ιστορίας. Το 1 1 4, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η φρίκη της Μακρονήσου, το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους οι προσωπικοί ήρωες του ζωγράφου, ο Ματίς, ο Ένσορ, ο Βαν Γκογκ. Έλληνες ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Καρυωτάκης και ο Βάρναλης, αλλά και πρόσωπα αγαπημένων ξένων όπως ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρεχτ και ο Ρεμπό. Νεκροί ήρωες συμβιώνουν με τις νεκρές φύσεις, το καθημερινό που πέρασε, συμβαίνει ταυτόχρονα με το καταγεγραμμένο σημείο της ιστορίας, η γεύση της κάθε μέρας, γίνεται και αυτή ιστορία.
Σπαράγματα μνήμης
Η έκθεση έχει την αποσπασματικότητα της ίδιας της μνήμης, εντοπισμένη στο σημείο και ταυτόχρονα απλωμένη στο τυχαίο της ανάμνησης. Ανάμεσα στις εικόνες, συναντάς ένα γυναικείο χέρι, ένα μέτρο σπασμένο, μια υψωμένη γροθιά. Μια φωτογραφία από την ουγγρική επανάσταση του 1956 καταγράφει τα πόδια από το κομμένο άγαλμα του Στάλιν σταθερά στο βάθρο και λίγο πιο κάτω, σε στάση σχεδόν παράλληλη, τα πόδια ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος. Σπαράγματα του αρχαίου εμφανίζονται ξαφνικά, σαν ένα τυχαίο αγγείο σπασμένο, μια συνάντηση μέσα στο χώμα. Όλα στην όραση φανερώνονται κομματιαστά, ο Προμηθέας και ο αετός, το αινιγματικό μειδίαμα ενός κούρου. Η μνήμη αναπνέει με τρόπο αναπάντεχο. Έτσι συναντούμε ανάμεσα στις παραθέσεις τον Μιαούλη, τον άγιο Σεβαστιανό, τον Διονύσιο Σολωμό και σε σημεία της έκθεσης μερικούς μικρούς πίνακες, σε απλές αποχρώσεις του γαλάζιου, να βγάζουν μέσα από τους χρωματικούς τόνους την αίσθηση και χρώμα του τόπου. Μια από τις εντονότερες στιγμές: το γράμμα του καταδικασμένου σε θάνατο Γιάννη Ζαφειριάδη, με ημερομηνία 11-3-1949. «Πολυαγαπημένη μου μητερούλα… Ο πόνος που σου προξένησα… χωρίς να το θέλω εγώ… γλυκιά μου μανούλα… Σφίξε την καρδιά… παιδιά σου θα είναι όλα τα παιδιά του λαού…»
Μια μοίρα χωρίς τέλος
Ανάμεσα στους πίνακες η όραση συναντά μια σειρά αντικειμένων, τοποθετημένα εκτός καθημερινού και χρηστικότητας, συμβολοποιημένα στη νέα τους σήμανση: μια φάκα, ένα φτυάρι, μια βροχή από καρφιά σκουριασμένα και ένα δρεπάνι και τόσο συχνά η συνάντηση με ένα κομμάτι βελούδου κατακόκκινου σαν το αίμα της πρόσφατης ιστορίας. Τα πλαστικά πιάτα των πάρτι, γίνονται και αυτά καμβάδες. Μια σακούλα μανάβη, μια πίτσα, ένας κακόγουστος ζωγραφισμένος τουρισμός, γίνονται καθημερινές χειρονομίες της εικόνας.
Η έκθεση λειτουργεί ως μια υπενθύμιση για τους παλαιότερους και ως ένα κάλεσμα προς τους νεότερους με σκοπό να θυμηθούν τις αβίωτες μνήμες. Ο θεατής κρίνει μέσα από την παράθεση και ταυτόχρονα βιώνει το παιχνίδι του τυχαίου συνδυασμού και της αναπάντεχης σύνθεσης. Μα το έργο συνεχίζεται και εκτός της έκθεσης. Ο αέρας, μέσα από την ανοιχτή πόρτα του κτιρίου κοντά στο τέρμα της Σόλωνος, φέρνει στο χώρο τις φωνές από τη γειτονική πλατεία Συντάγματος και τις συνδυάζει με τα έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη, υπενθυμίζοντας μας την ιστορία της πλατείας, της πόλης, της χώρας και του αρχικού συνθήματος, υπενθυμίζοντας μας την μοίρα των αγώνων, μια μοίρα που τελικά δεν λαμβάνει τέλος. (Η έκθεση διαρκεί μέχρι τις 25 Ιουνίου).
(στην εφημερίδα εποχή)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου