Την προηγούμενη Κυριακή, στο άρθρο ‘’για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για τραγωδία’’, έγινε λόγος για τις μεταμορφώσεις, τις χρήσεις και τις παρεξηγήσεις του τραγικού φαινομένου, για την χρήση της λέξης σήμερα, για τις θερινές παραστάσεις και την ίδια τη σημασία του Τραγικού. Πέρα από τους ορθόδοξους τρόπους των συνεχόμενων ανεβασμάτων των έργων ή της θεωρητικής, φιλολογικής ή ακόμα και αρχαιολογικής προσέγγισης, τίθεται το ερώτημα: σήμερα σε έναν κόσμο βιαστικό που λίγα αφήνει κρυφά κάτω από την σκιά, μπορούμε να μιλήσουμε για νέες μεταμορφώσεις του τραγικού; Το ίδιο το φαινόμενο, ως κατάσταση του ανθρώπου, μπορεί να αναπαραχθεί με σύχρονους, επίκαιρους όρους ή αφορά μια περίοδο και μια κοινωνία, όπου ο άνθρωπος είχε άλλες διαστάσεις και άλλους ορίζοντες;
Για τον Τζορτζ Στάινερ, στο έργο του ‘’ ο θάνατος της τραγωδίας’’, το πραγματικά τραγικό τελειώνει μαζί με τον θάνατο του αρχαίου κόσμου και την έλευση του χριστιανισμού. Όχι λόγω της απουσίας των συγγραφέων από τα θέατρα ή της στάσης των χριστιανών προς το ειδωλολατρικό φαινόμενο, αλλά από την ίδια την κοσμοθεωρία της νέας θρησκείας. Στην αρχαία Ελλάδα, η απουσία ενός σαφούς θρησκευτικού δόγματος, παραχωρούσε το δικαίωμα στο άτομο να ελπίζει, να αναμετριέται με το παράλογο, τον θάνατο και τη μοίρα, να προσδιορίζει τη σχέση του με τους θεούς πολλαπλά και πολυδιάστατα. Μέσα στις θρησκευτικές ερμηνείες των νόμων και των άγραφων κανόνων, το άτομο έμενε ελεύθερο αλλά ένθεο αντιμετωπίζοντας την μοίρα και το πεπρωμένο ως δυνάμεις και επιλογές που ταυτίζονταν με την ανθρώπινη διάσταση. Ο κανόνας του χριστιανισμού έφερε την πίστη στο συγκεκριμένο, το απόλυτο και το απαράβατο. Η ανθρώπινη συμπεριφορά και οι απαιτήσεις ως προς αυτή, χαρτογραφήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε το άτομο να γνωρίζει το σωστό και το λάθος, να κρίνετε και να πράττει συγκεκριμένα. Ο θάνατος και το κάθε μετά , πήραν διαστάσεις , κάθε μυστήριο έγινε προσβάσιμο. Ο τραγικός ήρωας, ελεύθερος στις επιλογές, την ύβρη και την καταδίκη του αντικαταστάθηκε από έναν άνθρωπο αγνό ή αμαρτωλό. Η βεβαιότητα του δόγματος εξόρισε το ανθρώπινο δράμα μακριά από το σκοτάδι του αβέβαιου.
Αποτελεί λοιπόν η τραγωδία, προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα παρελθόν που έπαυσε και απλά συναντούμε με αρχαιολογική ευλάβεια κάθε καλοκαίρι με τρόπο μουσειακό; Και αν όχι, αν το φαινόμενο του τραγικού μεγεθύνει τον εαυτό του πέρα από χρονολογίες διεκδικώντας την ανθρώπινη οικουμενικότητα, που μπορεί να γίνει ορατό σήμερα; Στοιχεία του τραγικού, συναντιούνται στο σύνολο της ανθρώπινης τέχνης και της ανθρώπινης εκδήλωσης, από ένα μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι μέχρι ένα είδος λαϊκό (pop για την ακρίβεια) όπως το γουέστερν.
Η ‘’άγρια συμμορία’’, (1969) το μνημειώδες γουέστερν του Σαμ Πέκινπα, αποτελεί μια παράδοξη κα ταυτόχρονα εκκωφαντική συνάντηση με μια μεταμόρφωση του τραγικού. Το έργο δεν αποτελεί τραγωδία αλλά το φινάλε της περιγράφει με τον καλύτερο ίσως τρόπο την κατάφαση απέναντι στην ελευθερία του τραγικού ήρωα. Το 1913, μια συμμορία γερασμένων παρανόμων προσπαθεί να πετύχει την τελευταία της ληστεία και να αποσυρθεί. Οι αποτυχίες, θα την φέρουν στον δρόμο του στρατηγού Μαπάτσε, ενός τοπικού αυτοκράτορα-ληστή, με τον οποίο θα συνεργαστούν. Όταν μετά την αποστολή ο στρατηγός θα συλλάβει ένα μέλος της συμμορίας κατηγορώντας τον πως τον εξαπάτησε, τα υπόλοιπα μέλη θα παρατήσουν τον σύντροφό τους στα βασανιστήρια του στρατηγού, επιλέγοντας να γλεντήσουν ένα άγριο όργιο. Το ξημέρωμα η συμμορία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Οι τέσσερις εναπομείναντες αποφασίζουν να επιστρέψουν και να διεκδικήσουν τον φίλο τους, τώρα πια ένας σβώλος ματωμένη σάρκα. Μπροστά στον στρατό του, ο Μαπάτσε τους ειρωνεύεται και αφού αρχικά τους προσφέρει τον φίλο τους, τελικά τον σφάζει μπροστά τους. Ο αρχηγός της άγριας συμμορίας πυροβολεί επί τόπου τον στρατηγό και ακολουθεί μια σκηνή έντονης σιωπής και εγρήγορσης, όπου εκτεθειμένοι μπροστά σε εκατοντάδες οπλισμένους και αμήχανους στρατιώτες οι παλιοί σύντροφοι γελούν. Τραγικά ελεύθεροι, μπροστά στις κάνες των όπλων και το θάνατο. Ο αρχηγός της συμμορίας αποφασίζει να πυροβολήσει και αυτό που ακολουθεί είναι μια από τις πιο βίαιες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού πεθαίνει, από τους τέσσερις συντρόφους, οι οποίοι ακολουθούν τον άλλοτε προδομένο φίλο τους στον θάνατο.
Το βάδισμα αυτό προς τον θάνατο θυμίζει σε πολλά την επιλογή των τραγικών ηρώων. Γνωρίζοντας την έκβαση και το αποτέλεσμα, οι τέσσερεις της συμμορίας επιλέγουν το θάνατο. Ταυτόχρονα όμως επιλέγουν να υπερασπιστούν έναν άγραφο κώδικα που υπερασπίστηκαν σε ολόκληρη τη ζωή τους, την φιλία την συντροφικότητα, την υπόσχεση. Η επιλογή γίνεται με τον πιο απλό τρόπο: ‘’ Πάμε;’’, ‘’Γιατί όχι!’’. Ο σύντομος αυτός διάλογος εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το σύνολο των τραγικών αποφάσεων και εκφάνσεων. Ο κώδικας και η συγκεκριμένη τους ηθική είναι δεδομένα, η στάση τους απέναντι τους επίσης. Το γέλιο πριν την σκηνή της μεγάλης σφαγής παρουσιάζει γυμνή την ελευθερία του τραγικού ήρωα στην πιο ξεκάθαρη μορφή της.
Είναι το γέλιο αυτό που πρέπει να ψάχνουμε πίσω από το τραγικό. την καταδικασμένη κατάφαση, την ευτυχισμένη και ελεύθερη αποδοχή. Μέσα από της τόσες μεταμορφώσεις το τραγικό γελάει εκκωφαντικά, πολλές φορές πιο κοντά απ όσο νομίζουμε.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου