Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ: Το συναίσθημα ως κατασταλτικός μηχανισμός
Πολλά ακούστηκαν περιμένοντας την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Φόβοι για επεισόδια, προσδοκίες επανάληψης, αναμονή για εντάσεις. Περιμένοντας τον Δεκέμβρη, τα περσινά γεγονότα νοηματοδοτήθηκαν από την αρχή, περιγράφηκαν ξανά από διαφορετικές σκοπιές, ζωγραφίζοντας νέα ερωτηματικά και νέες (τόσο συχνά βιαστικές) απαντήσεις. Αυτή είναι η πορεία ενός γεγονότος προς τον ιστορικό χρόνο, η συνεχής μεταμόρφωσή του στο επίπεδο της μνήμης και της καταγραφής, η μάχη του παρελθόντος που δίνεται στο παρόν προσδοκώντας το μέλλον.
Ο Δεκέμβρης, βρίσκεται ακόμα πολύ κοντά ώστε να μιλήσει κανείς με ασφάλεια για αυτόν, παρ όλα αυτά η ελάχιστη αυτή απόσταση αποκαλύπτει κάποιες πτυχές, που ίσως η φωτιά των γεγονότων να κάλυπτε. Και ενώ κεντρικό θέμα ήταν για πολλούς τα αίτια τα οποία πυροδότησαν τα γεγονότα έχει εξίσου ενδιαφέρον να δούμε γιατί και πώς τα γεγονότα σταμάτησαν.
Η δολοφονία ενός παιδιού
Ανάμεσα σε άλλα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια, η ένταση του μήνα αποκάλυψε μια σειρά από χαρακτηριστικά, που σε άλλες περιπτώσεις απλά υπήρχαν με τρόπο διακριτικό ή κεκαλυμμένο. Τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τους τρόπους της καταστολής και τελικά τις αδυναμίες της αριστεράς. Το συναίσθημα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο από την αρχή των αναταραχών. Η δολοφονία ενός παιδιού, πέρα από την σκληρότητα που παρουσιάζει σαν πράξη, εμπεριέχει το μη αποδεκτό και εξόριστο από κάθε είδους κοινωνία, την υπέρβαση ενός ανθρώπινου ορίου. Η πράξη της δολοφονίας περιγράφηκε από την ίδια την αντίδραση της κοινωνίας ως ύβρις. Ήταν ορατό ήδη από τις πρώτες ώρες πως και η απάντηση θα έπαιρνε διαστάσεις Νέμεσις.
Δεν ήταν η δικαιολογημένη έκρηξη απόγνωσης της νεολαίας αυτή που έκανε τον Δεκέμβρη να έχει τόση διάρκεια, τόση ένταση και τέτοια σημασία. Ήταν η ίδια η απόγνωση που εκφραζόταν στις διάφορες περιόδους του φοιτητικού κινήματος και μάλιστα με τρόπο πολιτικά συγκεκριμένο και αιτήματα ξεκάθαρα. Το πρόσωπο του θύματος ήταν αυτό που ήρθε να εκφράσει όλη την απόγνωση μιας γενιάς και να την παρουσιάσει ως ένα παιδί άδικα χαμένο στη γωνία Τζαβέλα και Μεσολογγίου.
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος αποτέλεσε ένα πρόσωπο με το οποίο ο καθένας θα μπορούσε να ταυτιστεί. Οι νέοι, γιατί αναγνώριζαν στην ηλικία του τη δική τους ηλικία, στην τύχη του τη δική τους τύχη. Οι μεγαλύτεροι γιατί αναγνώριζαν σε αυτόν το παιδί τους ή έστω την παιδικότητα που οι ίδιοι κουβάλαγαν και έχασαν σε μια πορεία ευθυνών, ρουτίνας και επιβίωσης. Η ένταση του αρχικού πλήθους έγινε μια ένταση δίκαιη, αφού με τόσους διαφορετικούς τρόπους αφορούσε το σύνολο. Οι μέρες περνούσαν και η έκφραση της απόγνωσης δεν μειωνόταν.
Πέρα από τα όρια
του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού
Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν τα μέσα ενημέρωσης, περιγράφει την αμηχανία του ίδιου του συστήματος να προβλέψει κοινωνικά αντανακλαστικά που πίστευε πως είχαν μουδιάσει στην ακινησία. Η στάση τους αρχικά υπήρξε σπασμωδική. Ήταν χαρακτηριστική η καθυστέρηση με την οποία το νέο μεταδόθηκε. Η ένταση όμως των επεισοδίων δεν άφηνε περιθώρια. Έτσι οι δημοσιογράφοι μετατράπηκαν για άλλη μια φορά σε καλοπροαίρετους ερευνητές, εξετάζοντας τις πτυχές του γεγονότος αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Η οργή όμως είχε ξεπεράσει τα όρια του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού, οι απαντήσεις στα δημοσιογραφικά ερωτήματα δίνονταν με τρόπο ξεκάθαρο. Η αστυνομία, παρά το μέγεθος της καταστολής που εφάρμοσε, δεν φαινόταν ικανή να ελέγξει τις αντιδράσεις. Πολύ περισσότερο, όταν τόσο συχνά είχε να αντιμετωπίσει παιδιά στην ηλικία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στο σημείο αυτό ήταν οι φωνές των καναλιών που αναλάμβαναν το παιχνίδι.
Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κατάσταση, τα μέσα αποδέχτηκαν αυτό που η κοινωνία αντιμετώπιζε ως αυτονόητο, τη δολοφονία σε όλο το παράλογο και τη σκληρότητά της. Ο δημοσιογράφος έγινε και αυτός ένας απεγνωσμένος, συχνά ενοχικός, πολίτης. Ο πολιτικός κάθε απόχρωσης ακολούθησε την ίδια στάση. Έτσι τα δελτία άρχισαν να μιλούν με φράσεις γεμάτες συγκίνηση, παρουσιάζοντας με την συνοδεία μελαγχολικών τραγουδιών, λέξεις κακόγουστες στο μέγεθος τους, ένα αλφάβητο φθαρμένο από τις αντίστοιχες σκηνές των σίριαλ, έναν θρήνο που θύμιζε τηλεοπτικό βιντεοκλίπ. Και όμως στους δρόμους ο θρήνος ανέπνεε σε όλη την οργή και την απόγνωσή του. Το συναίσθημα επικράτησε ακριβώς για να μην μετατραπεί σε πολιτικό αίτημα και κοινωνική διεκδίκηση. Τα αίτια, οι θύτες και οι ευθύνες έμειναν σε ένα σημείο απομακρυσμένο, θολό και ανέγγιχτο. Το κοινό αίσθημα με την ενσωμάτωση αυτή ως ένα σημείο εκτονώθηκε. Το μόνο που έμενε ήταν, σπασμένες βιτρίνες, φωτιά, μια πόλη με δρόμους κλειστούς, μια πόλη κλεισμένη στον φόβο του πλήθους.
Η οργή έγινε θρήνος και ο θρήνος τηλεοπτική μελαγχολία. Έτσι σύντομα μπήκαν και οι κανόνες. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να εκδηλώνει την απόγνωση του αλλά με τρόπο φιλειρηνικό. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να νιώθει το αδιέξοδο, αλλά όχι την απελπισία. Και, τελικά, ότι προφανώς κάποιος μπορεί να ζητά ένα καλύτερο μέλλον, αλλά όχι να το διεκδικεί ή πολύ περισσότερο να το απαιτεί.
Αυτή η στάση έγινε ορατή περισσότερο από οπουδήποτε στην επετειακή πορεία της Κυριακής. Η κυβέρνηση καλωσόρισε τις εκδηλώσεις μνήμης, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη καταστολή, χτυπώντας την πορεία, φιμώνοντας ουσιαστικά κάθε αντίθετη φωνή και κάθε διεκδίκηση.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου