Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009
Charles Cros: Η παστή ρέγγα
Ήταν ένας άσπρος τοίχος- γυμνός, γυμνός, γυμνός.
Μια ανεμόσκαλα στον τοίχο- αψηλή, ψηλή, ψηλή.
Καταγής μια παστή ρέγγα- ξερή, ξερή, ξερή.
Έρχεται. Κρατά στα χέρια- τα λερά, λερά, λερά
Βαρύ σφυρί, μέγα καρφί- μυτερό, τερό, τερό
Και μια κουβαρίστρα σπάγκο- χοντρή, χοντρή, χοντρή.
Ανεβαίνει ευτύς τη σκάλα- την ψηλή, ψηλή, ψηλή
Και καρφώνει το καρφί- ντουκ, ντουκ, ντουκ
Αψηλά στον άσπρο τοίχο- το γυμνό, γυμνό, γυμνό.
Τότε αφήνει το σφυρί-που πέφτει, πέφτει, πέφτει,
Δένει στο καρφί το σπάγκο- τον μακρύ, μακρύ, μακρύ
Και στην άκρη του την ρέγγα- την ξερή, ξερή, ξερή.
Κατεβαίνει από την σκάλα –την ψηλή, ψηλή, ψηλή,
Παίρνει αυτή και το σφυρί- το βαρύ, βαρύ, βαρύ
Και πάει γυρεύοντας αλλού- πέρα, πέρα, πέρα.
Και η παστή ρέγγα από τότε- ξερή, ξερή, ξερή
Από του σπάγκου αυτού το τέλος- του μακρού, μακρού, μακρού
Πάρα πολύ αργά κουνιέται- πάντα, πάντα, πάντα.
Σύνθεσα ένα τέτοιο μύθο-απλόν, απλόν, απλόν
Για να οργίζονται οι άνθρωποι- οι σπουδαίοι, σπουδαίοι, σπουδαίοι,
Να γελάνε τα παιδιά- τα μικρά, μικρά, μικρά
(μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου