Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Οι δημοσκοπήσεις και η δικτατορία των αριθμών


Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν η περιγραφική φράση, ‘’ύψιστη στιγμή της δημοκρατίας’’, επαναλαμβάνεται εν είδει κοινότοπου και κακόγουστου ρεφρέν. Η συγκεκριμένη φράση είναι μια από τις πολλές αξιολογικές κρίσεις που συναντώνται καθημερινά στον δημόσιο λόγο, χωρίς να περιγράφουν, χωρίς να αξιολογούν, χωρίς τελικά να δηλώνουν. Προτάσεις όπως: ’’ θα δώσω την εκλογική μάχη’’, ‘’όλοι οι πολιτικοί ίδιοι είναι’’, ‘’αλλαγή του τόπου’’, ’’ζούμε σε δικτατορία’’ (μαζί με το εξίσου πετυχημένο σουξέ : ‘’μια χούντα χρειαζόμαστε’’) αποκαλύπτουν το φθαρμένο αφήγημα του πολιτικού λόγου. Η επανάληψη, η υπεραπλούστευση και η αναίτια συμπύκνωση της περιγραφής των φαινομένων, είναι συμπτώματα μιας σύνθετης διαδικασίας και της ταυτόχρονης αδυναμίας μας να την ιχνηλατήσουμε. Και ενώ ο πολιτικός λόγος γίνεται όλο και πιο αφηρημένος και ασαφής, έρχεται ένας νέος επιστημονικός –και για αυτό στιβαρός- λόγος να τον αντικαταστήσει. Αυτός των focus groups, των τηλεμετρήσεων και των δημοσκοπήσεων.
Στο έργο της ‘’Η ανθρώπινη κατάσταση’’ και πιο συγκεκριμένα στα χωρία που περιγράφεται η αρχαία αγορά ως μοντέλο πολιτικών διαδικασιών, η Χάνα Άρεντ μιλά για τους ‘’ειδικούς της πολιτικής’’. Ο πολιτικός, ένας τεχνικός της εξουσίας, είναι, κατά την Γερμανοεβραία θεωρητικό, εχθρός του πολίτη. Σε μια κοινωνία δημοκρατική, ο πολίτης πρέπει να έχει το δικαίωμα να μιλά μεγαλοφώνως, να συζητά για την πολιτική και με την πολιτική. Το κριτήριο της ωφελιμότητας (το οποίο τίθεται με τις έννοιες τεχνικός και ειδικός), δίνει έμφαση σε αυτό που υπάρχει και όχι σε αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει. ‘’η πολιτική φαντασία πρέπει να απελευθερωθεί’’.
Αυτό που σήμερα βιώνουμε, είναι ακριβώς η αντιστροφή της μεγαλόφωνης σκέψης του πολίτη, μέσω της διαμεσολάβησης των δημοσκοπήσεων. Στα διάφορα πάνελ, ο ίδιος ο ερωτώμενος πολίτης(και ταυτόχρονα η έννοια του πολίτη), παραχωρεί την παρουσία του και εκπροσωπείται από ποσοστά. Η πολιτική φαντασία δεν απελευθερώνεται αλλά εγκλωβίζεται στο περιορισμένο σώμα του αριθμού. Για τα πολιτικά στρατηγεία που χαράζουν κατευθύνσεις με βάση δημοσκοπήσεις, δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά μεγέθη, δείκτες και συντελεστές. Η διαδικασία προς την εξουσία δεν περνά μέσα από την αλλαγή της κοινωνίας, περνά μέσα από την αλλαγή των αριθμών.
Η χρήση των αριθμών, φανερώνεται εντυπωσιακά στις αμερικανικές εκλογές του 1997 και στις αγγλικές εκλογές του 1997, 2001 και 2005. Στις εκλογικές αυτές περιόδους ,το δημοκρατικό και το εργατικό κόμμα αντίστοιχα, περιόρισαν ή παραμέρισαν τις παραδοσιακές τους πολιτικές, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στα μεσαία στρώματα από όπου προέρχονταν και οι μεγαλύτεροι αριθμοί αναποφάσιστων. Για να προσεγγίσουν εκλογικά τα κομμάτια αυτά, έπρεπε να μάθουν ποιες είναι οι επιθυμίες τους και να υποσχεθούν πως θα τις έκαναν πραγματικότητα. Η τακτική που ακολουθήθηκε ονομάστηκε small ball politics. Ένας τεράστιος μηχανισμός, με ερωτηματολόγια, δημοσκοπήσεις και αριθμούς, στήθηκε από τα επιτελεία των κομμάτων, ώστε να απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις. Όταν οι ερωτήσεις απαντήθηκαν, ένας νέος λαϊκισμός στοιχειοθετήθηκε. Ένας λαϊκισμού που όρισε το λόγο, την εικόνα αλλά και τις υποσχέσεις των πολιτικών και των κομμάτων. Αν κάποιος δει αποσπάσματα από τους προεκλογικούς λόγους του Μπιλ Κλίντον, ή του Τόνυ Μπλερ, θα παρατηρήσει πως μικρά θέματα της καθημερινής ζωής έχουν αντικαταστήσει θέματα όπως το δημόσιο σύστημα υγείας ή ο κρατικός έλεγχος της βιομηχανίας. Το βάρος αυτή τη φορά έπεσε στο να αποκτήσουν τα σχολικά λεωφορεία τηλέφωνα, ώστε οι γονείς να αισθάνονται ασφαλείς, να αποκτήσουν κωδικούς οι τηλεοράσεις ώστε τα παιδιά να μην βλέπουν ακατάλληλες ταινίες, να μειωθεί ο θόρυβος στις γειτονιές κ.α.. Οι ίδιοι οι πολιτικοί παρουσιάστηκαν ως απλοί άνθρωποι (δηλαδή άνθρωποι της μεσαίας τάξης) που πηγαίνουν για κυνήγι με τους φίλους τους τα σαββατοκύριακα, βλέπουν ποδόσφαιρο ή περνάνε χρόνο με τη γυναίκα τους. Όσο κακόγουστη και οριακά επικίνδυνη φαίνεται να είναι η πολιτική αυτή, τα αποτελέσματα των εκλογών δείχνουν πως είναι επίσης και πετυχημένη.
Η τακτική αυτή, πλησιάζει περισσότερο τους όρους του μάρκετινγκ, παρά αυτούς της παραδοσιακής πολιτικής. Αποτελεί αντιγραφή, των μοντέλων που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις, όταν επιθυμούν να λανσάρουν ένα νέο προϊόν. Ο πολίτης καλείται να επιλέξει έναν πολιτικό, με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει ένα προϊόν. Απαντώντας ως μονάδα στη ερώτηση: ποια επιλογή θα καλύψει καλύτερα τις προσωπικές μου επιθυμίες;
Έτσι, η πολιτική διάσταση περιορίζεται στην ψηφοφορία. Και η ίδια η ψηφοφορία, καλύπτοντας το κενό του πολιτικού χώρου, πολλαπλασιάζει τον εαυτό της, καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου, σε συνεχόμενες δημοσκοπικές ερωταποκρίσεις, δίνοντας τη παραίσθηση της συμμετοχής. Ο πολίτης απαντά με την ψήφο του, (τόσο στις εκλογές όσο και στις δημοσκοπήσεις) αλλά αλήθεια(για να γυρίσουμε πίσω στην Άρεντ), πόσο μεγαλόφωνη μπορεί να είναι μια δημοσκοπική μονάδα;

(στην εφημερίδα εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: