Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Κουρδίζοντας πορτοκάλια



- Εννοείτε ότι θα είναι σαν να πηγαίνω κάτι τύπου σινεμά, γιατρέ;
 Το κουρδιστό πορτοκάλι, αρκετά χρόνια πριν αποδοθεί κινηματογραφικά από τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ, υπήρξε μυθιστόρημα, γραμμένο από τον Άντονι Μπέρτζες. Η επιτυχία της ταινίας και η –αποδεδειγμένη– αντοχή της στον χρόνο ορίζουν την τύχη κάθε παρόμοιας περίπτωσης. Το μυθιστόρημα διαβάζεται πάντα υπό το φως της ταινίας, η φαντασία εικονογραφεί τις περιγραφές και τα πρόσωπα πάντα με βάση τις προκατασκευασμένες εικόνες, η τύχη του βιβλίου δένεται αναπόφευκτα με αυτήν της ταινίας. Σχεδόν πάντα, όσο πιο πολύ πετυχαίνει μια μεταφορά, τόσο κλέβει και αφαιρεί από την αρχική σύνθεση. Και το μυθιστόρημα Το κουρδιστό πορτοκάλι βιώνει την τύχη και την ατυχία να έχει αποδοθεί με μνημειώδη τρόπο. Στο σημείο αυτό αναρωτιέσαι: τι έχει να προσθέσει σε αυτή την τόσο εγκλωβιστική συνύπαρξη μια θεατρική μεταφορά του έργου (ακόμα και αν την υπογράφει ο αρχικός συγγραφέας); Με ποιους όρους μπορεί το θέατρο να αναμετρηθεί με τον κινηματογράφο διαχειριζόμενο ένα όμοιο πρωτογενές υλικό, αφού εξ ορισμού ηττάται στο επίπεδο της εικόνας;

Η παράσταση Το κουρδιστό πορτοκάλι στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, αποτυγχάνει να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα. Κι αυτό γιατί επιλέγει να οικοδομήσει τις σκηνές του έργου ακριβώς πάνω στην εικόνα (να σημειώσουμε εδώ ως εξαίρεση την κεντημένη σωματική έκφραση του Άρη Σερβετάλη, η οποία όμως βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την υπερβολικά μουντή εκφορά των περιγραφών, ακόμη και των διαλόγων). Η παράσταση παρουσιάζεται χορογραφημένη στη λεπτομέρειά της, συχνά αφηγηματική (με την αφήγηση να θυμίζει περισσότερο voice over και λιγότερο απεύθυνση), χρησιμοποιεί κινηματογραφικά το slow motion, ενώ οι επιμέρους δράσεις θυμίζουν καρέ και στριπ κόμικ, σε ένα επίπεδο και συχνά καταιγιστικό αποτέλεσμα.
Παρ’ όλη την αχρονικότητα που κουβαλά κάθε έργο επιστημονικής φαντασίας και κάθε δυστοπική περιγραφή, το Κουρδιστό πορτοκάλι είναι και έργο μιας συγκεκριμένης εποχής. Γραμμένο το 1962, περιγράφει, μεταθέτοντας, τη δημιουργία της νεανικής κουλτούρας, μιας κουλτούρας που άρχισε να κατακτά την αυτονομία της στα μέσα της δεκαετίας του ’50 για να φτάσουμε στην έκρηξή της κατά τη δεκαετία του ’60 . Η κουλτούρα και η αυτονόμησή της περιγράφεται στο βιβλίο από την ίδια τη γλώσσα αφήγησης, τη γλώσσα του νεαρού αφηγητή Άλεξ. Ο Μπέρτζες κατασκευάζει το ιδίωμα Nadsat, ένα μίγμα από σλαβικές και ρωσικές λέξεις, νεολογισμούς και ομοιοκαταληξίες. Η γλώσσα περιγράφει έτσι την αυτοτέλεια, το μέγεθος και τη σημασία μιας συγκεκριμένης υποκουλτούρας εντός –ή στα περιθώρια– της κυρίαρχης κουλτούρας. Δίνει διαστάσεις στους ήρωες και ενσαρκώνει επιθυμίες, απόψεις και φόβους. Ταυτόχρονα και πιο έντονα από κάθε περιγραφή τοπίου, ενδύματος ή συμπεριφοράς, η slang καταγράφει το Εκεί του βιβλίου, το χρόνο και το χώρο της δυστοπίας. Η διάσταση αυτή απουσιάζει πλήρως από την παράσταση, οι γλωσσικοί κώδικες μοιάζουν απλά με λεκτικούς ακροβατισμούς του πρωταγωνιστή, όμοιους με τον ιδιόρρυθμο βηματισμό του ή τη συγκεκριμένη μόδα των κοστουμιών. Έτσι, μόνο στοιχείο της νεανικής κουλτούρας μένει η αχαλίνωτη βία, μια βία χωρίς πρόσημο και συχνά χωρίς σκοπό.
Με τον τρόπο αυτό, η ίδια η αχρονικότητα συρρικνώνεται. Το κάπου και το κάποτε υποχρεωτικά πλησιάζουν το εδώ. Το έργο παύει να αποτελεί μια ιστορία που, παρ’ όλες τις –πλήρως αποδεκτές– ελευθερίες και υπερβολές, λειτουργεί και ως έμμεσο σχόλιο του εδώ και του τώρα. Χαμένο μέσα στα στρώματα του χρόνου μοιάζει να γίνεται καρικατούρα του παρόντος.  Έτσι, το έργο καταλήγει να πραγματεύεται τη νεανική βία του παρόντος και –στο δεύτερο μέρος του– την κρατική βία. Όμως η βία του Μπέρτζες είναι μια βία χτισμένη σε μια πραγματικότητα που θέλει να κριτικάρει – έμμεσα και χωρίς να φορτώνει το βιβλίο ακριβώς για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω: τις πρώτες εμφανίσεις του χουλιγκανισμού, τις νεανικές συμμορίες, τη χρήση τοξικών ουσιών ως στοιχείο κουλτούρας, την έκφραση της άλογης βίας στο περιβάλλον της μητρόπολης. Ο παραλληλισμός με την Ελλάδα του σήμερα δεν προκύπτει. Εκτός βέβαια αν κάποιος υιοθετήσει πλήρως τη θεωρία των δύο άκρων (ουφ, κούραση…), της αφαιρέσει κάθε πολιτικό πρόσημο και την ψυχολογικοποιήσει αυθαίρετα. Στην πραγματικότητα το κοινό της παράστασης καταλήγει να καταναλώνει την επί σκηνής βία περίπου με τον ίδιο τρόπο που την ασκούν οι πρωταγωνιστές (με αντίστροφη βέβαια φορά): πορνογραφικά, θεαματικά, με μόνο πρόσημο το αισθητικό.
Η παράσταση Το κουρδιστό πορτοκάλι αποτελεί ένα καλοκουρδισμένο θέαμα. Η έντονη εικονοποιία, οι καταιγιστικοί ρυθμοί και οι ταχύτατες εναλλαγές μέσων και πολυμέσων (με τη σκιά της ταινίας να πλανάται πάντα πάνω από την παράσταση) σε κάνουν τελικά να αναρωτηθείς ποιος είναι ο λόγος της παράστασης και ποιο το θέμα της; Η νεανική βία; Η κρατική καταστολή; Η σημασία της ανθρώπινης βούλησης; Η σχέση αισθητικής και τέχνης; Μα όχι. Κεντρικός λόγος και θέμα της παράστασης Το κουρδιστό πορτοκάλι μοιάζει να είναι το ίδιο το Κουρδιστό πορτοκάλι.

(στο μπλογκ του περιοδικού Unfollow, στήλη Αντίσκηνο)


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ψάχνοντας το 2013






‘’Παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν αναμένοντες διαταγάς’’
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

…Έτσι πέρασε και ο πρώτος μήνας του χρόνου, μα το χριστουγεννιάτικο δέντρο ακόμα σε κοιτά επίμονα. Υπάρχει ακόμα εκεί, μισοστολισμένο, μισόγυμνο, μισοξεχασμένο σαν έπιπλο στην ατάραχη ρουτίνα του σαλονιού. Ίσως επειδή φέτος τα ‘’καλή χρονιά’’ ακούγονταν λίγο σαν απειλή και λίγο σαν ειρωνεία, ίσως απ την κεκτημένη αδράνεια των τελευταίων ετών, ή ίσως επειδή ξεχάσαμε να αλλάξουμε χρονιά. Γιατί εδώ και καιρό η χρονιά δεν άλλαξε, είναι ακόμη 2010 και γίνεται όλο και πιο 2010. Μαζεύουμε τα δέντρα της κρίσης στοιβάζοντάς τα στο πρόχειρο τοπίο ενώ η σκόνη τα φιμώνει, προσπαθώντας να ανακτήσουμε την καθησυχαστική γιορτινή τους κοινοτοπία. Και η ζωή προχωρά γυμνή ανάμεσα στα ντυμένα δέντρα της υποκρισίας του δήμαρχου Καμίνη. (Συγνώμη αν υπερβάλω. Πάντοτε αντιπαθούσα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Βλέπετε, όταν ήμουν μικρός ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο σκότωσε τους γονείς μου προσπαθώντας να τους ληστέψει). 

Μα εσύ επιμένεις πως ο μήνας άλλαξε, πόσο μάλλον η χρονιά. Μετράς υποσχέσεις, βεβαιότητες που γλίστρησαν στο ρείθρο του περίπου, νίκες σε μόνιμη αναμονή (ο θρίαμβος προωθείται Σύντροφοι!). Κλειστές ΕΡΤ, νέα μέτρα, παραβιάσεις, νόμους φιμωμένους απ τους νομοθετούντες, Σαμαράδες και Στουρνάρες, τον απειλητικό σουρεαλισμό της ανάθεσης του Υπουργείου Υγείας στον ακροδεξιό με το όνομα γυμναστηρίου. Δολοφονίες, αυτοκτονίες και θανάτους. Χρυσαυγίτες να επιτίθενται, να μαχαιρώνουν και να επιχειρηματολογούν. Το επίκαιρο να μην θυμίζει κανένα παρελθόν, το παρελθόν όλο μαζί συμπυκνωμένο σε ένα σημείο να απομακρύνεται στον ορίζοντα και ο χρόνος να στέκει τεντωμένος μέχρι την παραμόρφωση, σαν ελατήριο που πέρασε το όριο, άχρηστο σε μόνιμη καθήλωση.       

Μα η χρονιά δεν πέρασε και τα ημερολόγια στέκουν βουβά στις ζελατίνες. Το τέλος που παραχωρήθηκε τίποτα δεν σταμάτησε, η αρχή που έφερε τίποτα δεν ξεκίνησε. Το σημείο του χρόνου προκύπτει κοινότοπο, το μόνο που σημαίνει είναι η συνέχεια, συνέχεια της παύσης. Γιατί βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν της κρίσης, κύριοι, χωρίς πριν, χωρίς μετά. Όταν το παρελθόν γίνεται δικαιολογία για κάθε ξερίζωμα φυτεύοντας ενοχές. Το μέλλον, εξορία κάθε υπόσχεσης, θερίζοντας εγκαρτέρηση.

Έτσι και φέτος, οι κυβερνητικοί συνεχίζουν να θριαμβολογούν, μιλώντας για σκληρές διαπραγματεύσεις, αμφίρροπες μάχες και  νίκες μεγάλες σαν τον χάρτη της Χώρας του Ποτέ Ποτέ. Η αισιοδοξία των κυβερνητικών αποφάνσεων δεν κρύβει άλλο τίποτα από το άγχος για την απαισιοδοξία της ίδιας της πραγματικότητας, απλωμένης σαν αιθαλομίχλη πάνω απ τις πόλεις, σαν τα νερά γύρω από το Φαρμακονήσι, σαν ρυτιδιασμένα σπίτια στα εδάφη της Κεφαλονιάς. Και μείς ψάχνουμε εκείνο το 2013 προσπαθώντας να επιβεβαιώσουμε λίγη ροή. Ανάμεσα σε ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους  στα νερά της κρατικής αθλιότητας, που έχασαν τα σπίτια τους στις ρωγμές της κρατικής ολιγωρίας, κάτω από τίτλους σκανδάλων σε τράπεζες και ταμιευτήρια, δίπλα σε κωμικές Ελιές μπονζάι και δημοσκοπήσεις που εκλέγουν κυβερνήσεις ανύπαρχτων κόμματων. 

Το παράδοξο της μόνιμης μεταβολής είναι πως εμφανίζεται ως σταθερότητα. Το ότι κρύβει την μόνιμη αλλαγή πίσω από την επανάληψή της.  Προϋπόθεση για να συνεχιστεί το ξερίζωμα των βεβαιοτήτων, των σταθερών, των μέχρι χθες αυτονόητων δικαιωμάτων,  προϋπόθεση για να συνεχίσει όλη αυτή η αλλαγή είναι να μας πείσει για την ανυπαρξία της ή έστω για την παροδικότητά της. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε, μπορεί να περιγράφει με λεπτομέρειες τον εαυτό της, αυτό όμως για το οποίο ποτέ δεν κάνει λόγο είναι το τέλος της. Η παρένθεση μένει αέναα ανοιχτή και ο έκτακτος χρόνος αναιρεί μονίμως την παροδικότητά του, προσθέτοντας λίγη παροδικότητα ακόμη και λίγη ακόμη και λίγη ακόμη… μέχρι η εξαίρεση να ταυτιστεί με τον κανόνα, μέχρι ολόκληρη η ζωή να οριστεί ως μια έκτακτη στιγμή αλλαγών, όταν τίποτα δεν θα μείνει σταθερό και τίποτα δεν θα μας θυμίζει τον κόσμο έξω από την γυάλα της παρένθεσης.

Είναι ακόμα 2010, μέρα με την μέρα όλο και πιο 2010. Μα έρχεται η στιγμή για το επιτακτικό του Καιρού να αντικαταστήσει την θολούρα του Χρόνου. Πρέπει να εφεύρουμε αναδύσεις.  Να διεκδικήσουμε τελείες όχι με την ευγένεια του μολυβιού αλλά με το απόλυτο και με το βάθος του καρφιού. Να συλλέξουμε ανατάσεις διαμορφώνοντας μια άρση. Ο ίδιος ο χρόνος μας ορίζει την στιγμή της αυτοκατάργησής του. Στιγμιαία και επιτακτικά, ψιθυρίζοντας ένα ‘’ως εδώ’’, περιγράφοντας μια γραμμή τερματισμού που αν ξεπεραστεί όλα τα υπόλοιπα θα είναι ήττα. Και ο ποιητής, από χρόνους και τόπους μακρινούς, μας υπενθυμίζει την τύχη των ηττημένων:

‘’Τα αστέρια είναι νεκρά. Τα ζώα δεν θα κοιτάξουν.
Μείναμε μόνοι με τον καιρό μας και ο χρόνος είναι λίγος,
             Και η Ιστορία στους ηττημένους
Μπορεί να λέει Αλλοίμονο, μα ούτε βοηθάει ούτε συγχωρεί.’’
(W.H. Auden, Ισπανία)

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ο μόνος αυτοκράτορας είναι ο αυτοκράτορας του παγωτού



Για τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που έφυγε ξαφνικά





«Ασε τη λά­μπα α­ναμ­μέ­νη. Ο μό­νος αυ­το­κρά­το­ρας… και τα ει­σα­γω­γι­κά δεν κλεί­νουν. Έτσι. Από νεύ­ρα. Έτσι. Από θλί­ψη. Όχι ε­κεί­νη τη βα­θειά, ό­πως ό­ταν χά­νεις κά­ποιον κο­ντι­νό σου και αυ­τή τε­λι­κά αυ­το­α­να­λώ­νε­ται στη δια­δι­κα­σία του θρή­νου. Την άλ­λη, ε­κεί­νη που διαρ­κεί στη μι­κρή της κλί­μα­κα α­νε­παί­σθη­τα, μα­κρι­νή και ε­ξό­χως δια­βρω­τι­κή, που τε­λι­κά μοιά­ζει με θυ­μό και ό­χι με δά­κρυ. Όχι, λοι­πόν, σαν α­πό­το­μη κα­ται­γί­δα, μα σαν ο­μί­χλη που κα­τα­σκη­νώ­νει. Ο Φί­λιπ Σέι­μουρ Χόφ­μαν βρέ­θη­κε νε­κρός στο δια­μέ­ρι­σμά του στη Νέα Υόρ­κη α­πό υ­περ­βο­λι­κή δό­ση ναρ­κω­τι­κών. Στην η­λι­κία των 46. Και μέ­χρι το βλέ­φα­ρο να α­νοί­ξει και να κλεί­σει το νέο με­τα­δό­θη­κε, ξε­σπώ­ντας στις α­να­με­νό­με­νες κου­βέ­ντες: τον τρό­πο θα­νά­του, τον η­θι­κι­σμό γύ­ρω α­πό τα ναρ­κω­τι­κά, το νε­κρό­φι­λο κου­τσο­μπο­λιό για την πι­θα­νή ο­μο­φυ­λο­φι­λι­κή του σχέ­ση, τα κοι­νό­το­πα debate για το αν ή­ταν ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος η­θο­ποιός της γε­νιάς του, ποιος ή­ταν ο κα­λύ­τε­ρός του ρό­λος του κτλ. Τα μέ­σα δι­κτύω­σης τον θρή­νη­σαν με τον τρό­πο που γνω­ρί­ζουν, μα­ζι­κά, α­πο­σπα­σμα­τι­κά, με υ­περ­βο­λή. Μα έ­χω την αί­σθη­ση πως δεν χω­ρούν ε­δώ α­γιο­γρα­φίες, ε­πι­κή­δειοι, μνη­μεία. Αλλά ο άν­θρω­πος ό­πως εί­ναι, πε­ρί­που ό­πως εί­ναι, σαν τους ρό­λους που εν­σάρ­κω­νε ο Φί­λιπ Σέι­μουρ Χόφ­μαν. Άλλο­τε στο κέ­ντρο και άλ­λο­τε στο πε­ρι­θώ­ριο, ητ­τη­μέ­νος και νι­κη­τής, μια α­ντί­φα­ση βου­τηγ­μέ­νη στην αν­θρω­πί­λα. Ο Φί­λιπ Σέι­μουρ Χόφ­μαν ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κός στο να βγά­ζει το ε­ξαι­ρε­τι­κό α­πό μη ε­ξαι­ρε­τι­κούς χα­ρα­κτή­ρες. Ακό­μη και στους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς του ρό­λους ή­ταν πά­ντα ο Άλλος, ο οι­κείος και πά­ντα ξέ­νος, ο ταυ­τι­σμέ­νος και ταυ­τό­χρο­να ά­γνω­στος. Το λι­γω­μέ­νο βλέμ­μα του στο «Boogie Nights», το βου­βό κλά­μα του στο «Magnolia», η γρα­βα­τω­μέ­νη α­μη­χα­νία του στον Με­γά­λο Λε­μπόφ­σκι, το α­πε­γνω­σμέ­νο του τη­λε­φώ­νη­μα στο «Happiness». Όλες του οι σχε­δόν κρυ­φές ερ­μη­νείες στα πε­ρι­θώ­ρια να γε­μί­ζουν με βά­ρος το κέ­ντρο της ται­νίας, ό­ταν η λε­πτο­μέ­ρεια προ­σθέ­τει στην ου­σία πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ ό,τι η πα­ρου­σία­ση της ί­διας της ου­σίας. Η ε­ξαϋλω­μέ­νη ευ­στο­χία στη βιο­γρά­φή­ση του Τρού­μαν Κα­πό­τε (ο ρό­λος που του έ­δω­σε το Όσκαρ), η νεύ­ρω­ση που παίρ­νει δια­στά­σεις πό­λης στη Συ­νεκ­δο­χή της Νέ­ας Υόρ­κης και κυ­ρίως το μέ­γε­θος της υ­πο­κρι­τι­κής στο «The Master».
Μπλέ­κουν οι ι­στο­ρίες, μπλέ­κουν οι ε­μπει­ρίες και ό­λα γυρ­νούν πά­νω α­πό μια εί­δη­ση, μια πλη­ρο­φο­ρία θα­νά­του. Οι λέ­ξεις σκορ­πί­ζουν α­δια­φο­ρώ­ντας να μπού­νε σε προ­τά­σεις, αρ­νού­με­νες να φτιά­ξουν πα­ρα­γρά­φους: αμ­φι­βο­λία, κα­τα­φύ­γιο, φα­κί­δες, πρέ­ζα, γεν­νη­μέ­νος το 1967, δει­λές κι­νή­σεις, πι­να­κο­θή­κη των πιο uncool χα­ρα­κτή­ρων, κοκ­κί­νι­σμα α­πό ντρο­πή, υ­περ­βο­λή τα­λέ­ντου, η φυ­σι­κό­τη­τα να ταυ­τί­ζε­ται με την τε­χνι­κή, κο­ντά 60 κι­νη­μα­το­γρα­φι­κοί ρό­λοι, σκόρ­πια δά­κρυα ε­λά­χι­στα…
Άλλω­στε οι με­γά­λοι ρό­λοι (α­κό­μα και ε­κεί­νη που διαρ­κούν πο­λύ λί­γο, κο­ντά 1 κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό λε­πτό) εί­ναι μια κα­τα­γρα­φή ε­νά­ντια στο θά­να­το, μια κα­τα­γρα­φή αυ­τού που πε­ρισ­σεύει α­πό το θά­να­το. Όχι για­τί ορ­θώ­νουν μνη­μεία, αλ­λά για­τί συ­μπο­ρεύο­νται με ό,τι ο­νο­μά­ζου­με κα­θη­με­ρι­νό και α­πλό, με μια χει­ρο­νο­μία, έ­να βλέμ­μα, μια πρό­χει­ρη α­νά­μνη­ση.
Μια θλί­ψη, λοι­πόν. Πα­ρά­δο­ξη και συ­χνά κα­κό­η­χη. Βου­βή αλ­λά πά­ντα πα­ρού­σα, α­πο­χαι­ρε­τώ­ντας, γρά­φο­ντας τα λό­για του Γουά­λας Στί­βε­νς:

Κά­λε­σε τον κα­πνι­στή με­γά­λων πού­ρων,
Εκεί­νον τον νταή, και βάλ­το­ν
Στην κου­ζί­να να χτυ­πή­σει κρέ­μες η­δο­νι­κές.
Άσε τις πόρ­νες να σου­λα­τσά­ρουν με φου­στά­νια
Που συ­νη­θί­ζουν να φο­ρούν, και τους γκό­με­νους
Να φέρ­νουν λου­λού­δια τυ­λιγ­μέ­να σε πα­λιές ε­φη­με­ρί­δες.
Άσε την ύ­παρ­ξη να εί­ναι το ό­ριο του ο­ρα­τού.
Ο μό­νος αυ­το­κρά­το­ρας εί­ναι ο αυ­το­κρά­το­ρας του πα­γω­τού.

Πά­ρε α­πό την ξύ­λι­νη ντου­λά­πα,
Που της λεί­πουν τα τρία γυά­λι­να πό­μο­λα,
το σε­ντό­νι ό­που ε­κεί­νη εί­χε κε­ντή­σει κά­πο­τε,
σαν βε­ντά­λιες, ου­ρές πε­ρι­στε­ριώ­ν
Και σκέ­πα­σέ την μέ­χρι το μέ­τω­πο.
Αν ε­ξέ­χουν τα ρο­ζιά­ρι­κα πό­δια της εί­ναι που
Έχει πα­γώ­σει κι έ­μει­νε χω­ρίς αι­σθή­σεις.
Άσε τη λά­μπα α­ναμ­μέ­νη.
Ο μό­νος αυ­το­κρά­το­ρας εί­ναι ο αυ­το­κρά­το­ρας του πα­γω­τού.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Το τσεκούρι και το μέλι



- Κοιμήσου τώρα Μάρκο. Κανένας δεν σε ενοχλεί. Και ο Μάρκος κοιμόταν.
«Η περσινή αρραβωνιαστικιά» είναι το πρώτο διήγημα, του πρώτου βιβλίου της  Ζυράννας Ζατέλη. Το διήγημα που δανείζει το όνομα του στο βιβλίο. Ένα κορίτσι αρραβωνιάζεται τον Μάρκο την Πρωτοχρονιά του 1961. Επιστρέφει στην ανάμνηση χρόνια μετά, την αφηγείται, εξετάζει το αποτύπωμα του βιώματος. Αυτή η αφήγηση μεταφέρεται στη σκηνή από την ομάδα Elephas tiliensis στο θέατρο του Νέου Κόσμου.

Το έργο εκτελείται ως ένα κομμάτι για μία γυναίκα και τρεις φωνές. Ως ένα έργο για τρεις ηθοποιούς (Ξένια Θεμελή, Σύρμω Κεκέ, Τατιάνα Άννα Πίττα) και μια κιθάρα επί σκηνής (Κωστής Ζουλιάτης). Η αφηγήτρια τριχοτομείται. Το βίωμα αποκτά πλήθος. Έτσι, η σχεδόν παράλληλη αφήγηση αποκτά εκδοχές, ρυθμό άλλοτε καταιγιστικό και άλλοτε κομματιαστό. Ταυτόχρονες παραλλαγές, που άλλοτε ταυτίζονται  και άλλοτε απλά συνορεύουν. Μέσα στον στρόβιλο, τις επαναλήψεις και τις κορυφώσεις, η παράσταση καταφέρνει να προσεγγίσει την ανάμνηση με το όνειρο. Οι ηθοποιοί δεν βιώνουν, αφηγούνται το βίωμα με στιγμιαίες ενσαρκώσεις. Στο βυθό του ύπνου, τίποτα δεν είναι πραγματικό και ταυτόχρονα όλα αληθεύουν. Έτσι μαθαίνουμε για εκείνη την περίοδο στην «πρώτη μοναξιά της ζωής», για το χνούδι της πρώτης επιθυμίας, την προϊστορία της τρυφερότητας σε κάποια ηλικία παιδική. Για το βίωμα όχι σαν παράθεση γεγονότων, αλλά σαν ένα σημείο κάπου στο απόμακρο και το άπιαστο των πρώτων χρόνων, όταν τα πράγματα γίνονται σύμβολα και τα σύμβολα πραγματικότητες. Και κυρίως για την πληγή που κρύβεται κάτω απ’ όλα αυτά και κάτω απ’ το παρόν.
Ταυτόχρονα και αναπόφευκτα, η τριχοτόμηση γενικεύει. Η εξιστόρηση μιας γυναίκας γίνεται και εξιστόρηση του φύλου της. Η μνήμη μοιάζει να αναζητά συλλογικά χαρακτηριστικά και ο τελετουργικός τόνος που προκύπτει μέσα από την επανάληψη αλλά και την επίμονη επί σκηνής παρουσία της μουσικής προσθέτουν προς αυτή την αφαίρεση.
Κάπου εκεί πίσω υπάρχει ένα τραύμα, μια μνήμη λανθάνουσα που δεν ανασύρεται ολόκληρη. Μόνο μια αφή, που περνά πάνω από τις εγγραφές της παιδικής ηλικίας. Ο χιονισμένος δρόμος και το φορτηγό, η επίμονη ανταλλαγή βλέμματος στο κρεβάτι, ένα τσεκούρι και λίγο μέλι.
Το δικό μας σήμερα αναζητά αναπόληση, καταφύγιο χρόνου, εκεί που όλα μοιάζαν πιο απλά, ψάχνοντας το τραύμα που παρήλθε αλλά ταυτόχρονα σχημάτισε το παρόν μας. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην τελευταία φράση του έργου. Κλείνοντας με τον απόλυτο τρόπο της προαναγγελθείσας ανατροπής. Η τελευταία φράση μάς περνά από την αφήγηση του ονείρου στην κυριολεξία της πραγματικότητας. Στη φράση που κλείνει το έργο, η ηλικία της αφήγησης γερνά απότομα, η κουρτίνα του τέλους πέφτει απότομα. Απότομα σαν ενηλικίωση.
___ 
«Η περσινή αρραβωνιαστικιά» της Ζυράννας Ζατέλη από την ομάδα Elephas tiliensis
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου
Μουσική: costinho (Κωστής Ζουλιάτης)
Σκηνικός χώρος-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Επιμέλεια κίνησης: Ξένια Θεμελή
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαρία Κοντογούρη, Ιωάννα Μπογδάνου
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Ξένια Θεμελή, Σύρμω Κεκέ, Τατιάνα Άννα Πίττα
 
((στο μπλογκ του περιοδικού Unfollow. Στήλη Αντίσκηνο)


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου*







12 νεκροί. 3 γυναίκες, 9 παιδιά. Τα γεγονότα στο Φαρμακονήσι δεν είναι η δική μας Λαμπεντούζα, είναι το δικό μας Φαρμακονήσι. Μοναδικό στην αυτοτέλεια της φρίκης, χωρίς παραλληλισμούς, χωρίς μεταφορές και σχήματα λόγου. Απόλυτα κυριολεκτικό, ειπωμένο με τον κάθετο τρόπο του θανάτου.  

 3 γυναίκες, 9 παιδιά. Υπάρχει κάτι που θρηνεί, κάτι βαθύ, από την ρίζα του ανθρώπου. Σχεδόν από τα μέσα της γης. Κάτι βαθύ και άρρητο, πέρα απ τον χώρο και τον χρόνο και πέρα από τις λέξεις. Γιατί ποιες λέξεις μπορείς να υψώσεις μπρος στο μέγεθος του λυγμού, πως να διατυπώσεις το προσωπικό της απώλειας, τον σπασμό του προσώπου; Υπάρχει κάτι που θρηνεί και ένα στραμπούληγμα όταν δεν μπορείς να προσφέρεις ανακούφιση, παραμυθία, όταν δεν μπορείς να ψιθυρίσεις τον θρήνο του άλλου. 

Τα γεγονότα στο Φαρμακονήσι δεν αποτελούν  απλά άλλη μια εκδοχή και μια έκφραση της συγκεκριμένης πολιτικής που γεννάει τραγωδίες. Αποτελούν την διαπραγμάτευση ενός ανθρώπινου ορίου. Ενός ορίου που μοιάζει να υπερβαίνουμε. Γιατί αν από την μία μεριά βρίσκεται η καταγραφή των συμβάντων, η σαδιστική και δολοφονική στάση των ταγμάτων εφόδου του λιμενικού, τα πρόσωπα και οι μαρτυρίες, από την άλλη βρίσκεται η διαχείριση τους από τον κυρίαρχο λόγο και από την κυβέρνηση.  

Ανθολογώντας λοιπόν τον εγκληματικό κυνισμό των τελευταίων ημερών συναντούμε τον γόνο και υπουργό κ. Βαρβιτσιώτη να δηλώνει πως τα γεγονότα έχουν γίνει ‘’αντικείμενο χαζής εκμετάλλευσης’’, τον πάντα υπέρκομψο στις διατυπώσεις του πρωθυπουργό, μιλώντας για τη συμβολή της κυβέρνησής του στην διαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρώπης, να περηφανεύεται πως ‘’ νομιμοποιήσαμε τακτικές αποτροπής που μέχρι σήμερα απαγορεύονταν’’. 

Λίγο πιο πέρα συναντούμε τον Νίκο Δένδια να παραπονιέται πως οι μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα ‘’δεν έχουν επίπεδο και έχουν τραγική ποιότητα’’ , την Σοφία Βούλτεψη να μας λέει πως ‘’μας έχουν τρελάνει με το Φαρμακονήσι’’,  τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κυριαζίδη ειρωνευόμενο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε λόγο για τους νεκρούς, να μας ενημερώνει σαρκαστικά  πως (η βουλευτής) ‘’έκανε και αίτημα να τους πάρει στο σπίτι και εμείς πρέπει να το δεχτούμε’’. 

Ταυτόχρονα ανθολογούμε την στάση των παιδιών της ΔΙΑΣ,  οι οποίοι βάφτισαν απόπειρα εισβολής την προσπάθεια νεολαίων του ΣΥΡΙΖΑ για επίδοσης ψηφίσματος διαμαρτυρίας στο πολιτικό γραφείο του υπουργού ναυτιλίας Βαρβιτσιώτη, προχωρώντας φυσικά στην πατροπαράδοτη επίδειξη αυταρχισμού και σε προσαγωγές. Από το ανθολόγιο δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει και ο τρόπος κάλυψης από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά το σχόλιο του σημαιοφόρου Γιάννη Πρετεντέρη ο οποίος ανέφερε πως οι νεκροί ‘’πέθαναν προφανώς επειδή καβάλησαν μια βάρκα στο Αιγαίο’’ και σαν επιτομή και σύνοψη την ερώτηση τηλεοπτικού δημοσιογράφου στην συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν οι επιζώντας στην Πλατεία Συντάγματος: ‘’Γιατί σκοτώθηκαν μόνο γυναίκες και παιδιά; Γιατί δεν σας έπνιξαν όλους;’’

Όλες αυτές και άλλες τόσες καταγραφές δεν περιγράφουν μόνο τις αντιδράσεις σε σχέση με τις δολοφονίες στο Φαρμακονήσι. Περιγράφουν κυρίως τους λόγους για τους οποίους φτάσαμε στο συμβάν αυτό. Η θανατοπολιτική της κυβέρνησης μοιράζει απλόχερα κυνισμό και αδιαφορία, αυταρχισμό και ‘’fuck you, we ll kill you all’’ έτσι ώστε να ρυθμίσει ό, τι ζωντανό έχει απομείνει. Αντιστάσεις και διεκδικήσεις, προσδοκίες και όνειρα για κάτι καλύτερο. Οι μετανάστες έγιναν λαθρομετανάστες. Ανθρώπινα σημεία που μπορεί να πάρει ο αέρας, να πνίξει το κύμα ή απλά να χαθούν σε κάποια χαραμάδα της Ιστορίας. Ο λαθρομετανάστης έγινε ο Άλλος. Και ο ‘’Άλλος’’ είναι μια λέξη ευρύχωρη ώστε να μας χωρέσει όλους. Ομοφυλόφιλους, τοξικοεξαρτημένους, αριστερούς, νέους, ανέργους… Μέρι να αλλάξει η ρώτα των πραγμάτων, ο θάνατος θα συνεχίσει να το στρώνει και το Φαρμακονήσι θα παραμένει μνημείο μιας κοινωνίας που κάθε μέρα παζαρεύει την ψυχή της, χάνοντας την σπιθαμή προς σπιθαμή.

(ο τίτλος είναι δανεισμένος από στίχο του Γιώργου Μαρκόπουλου)

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)