Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς.
Ηταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Ετσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα 'πρεπε κάπως να 'χαμε κι εμείς χωρέσει.
Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
(Γιάννης Βαρβέρης, «Εσπερινός της Αγάπης»,
από το βιβλίο «Ο άνθρωπος μόνος»)
Σταθμός Πελοποννήσου κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς.
Ηταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Ετσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα 'πρεπε κάπως να 'χαμε κι εμείς χωρέσει.
Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
(Γιάννης Βαρβέρης, «Εσπερινός της Αγάπης»,
από το βιβλίο «Ο άνθρωπος μόνος»)
Διαρκώς
εξοπλιζόμαστε με μη ετοιμότητα για αποχωρισμούς. Μονίμως διεκδικούμε
χρόνο δανεικό για τις στιγμές που ο χρόνος δεν υπάρχει. Μαθαίνουμε να
ζούμε εντός ενός παρόντος που διεκδικεί χώρο από τα πάντα. Από τα όσα
έφυγαν και τα όσα θα έρθουν, από όσα μας ανήκουν και απ' όσα διαρκώς μας
διαφεύγουν. Η πραγματικότητά μας υπάρχει, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι
θα συντηρηθεί τέτοια για πάντα. Και βρισκόμαστε συνεχώς έκθετοι
απέναντι σε ενδεχόμενα, διαμπερείς από προοπτικές και αναπάντεχα, σε μια
σταθερή πορεία με βέβαιη κατάληξη που μονίμως μας ξαφνιάζει.
Δεν
υπάρχει κάτι που ο σύγχρονος πολιτισμός να απεχθάνεται περισσότερο από
το πένθος. Αποφεύγει τους ανθρώπους που θρηνούν, βιάζεται να σβήσει το
τηλέφωνο από τα κάθε λογής σημειωματάρια, διώχνει τους νεκρούς σε
μακρινά νεκροταφεία, να χρειάζεται να πάρουν λεωφορείο για να μας
επισκεφτούν.
Ο δακρυσμένος, ο τσακισμένος, ο
μελαγχολικός είναι άτομα-παρίες. Μέσα στον υποχρεωτικά χαμογελαστό μας
κόσμο η όψη τους είναι μια απότομη πρόβα θανάτου και απώλειας. Η μεγάλη
υγεία, η διαρκώς επιδιωκόμενη νιότη, η πλαστική σφριγηλότητας που
μονίμως καραδοκεί στα μέτρα σύγκρισης και στις επιταγές της εικόνας
κινδυνεύουν από την παραφωνία της όψης τους.
Και
έτσι, όταν φτάσει η ώρα της απώλειας, η ώρα αυτή που μονίμως φτάνει
(εκτός και αν σε προλάβει η δική σου αποδημία) εμείς στέκουμε χωρίς
γνώση, χωρίς τρόπους και χωρίς μέθοδο. Εκθετοι σε ένα βάρος που μας
ποδοπατά, αυτοσχεδιάζοντας αλήθεια μπροστά στο άγνωστο, αυτοσχεδιάζοντας
στρατηγικές στατικότητας, να σταθούμε όρθιοι παρά τον πόνο.
Ανασύρουμε
ληγμένα έθιμα, εκκλησίες και μνημόσυνα, παραμυθίες σε μια γλώσσα ξένη
που δεν μιλά το γράμμα της δικής μας απώλειας και τίποτα δεν παρηγορεί.
Προσπαθούμε να θυμώσουμε γιατί αυτό τουλάχιστον αντέχεται. Οτιδήποτε για
να αποφύγουμε την παραδοχή εκείνη που δεν μάθαμε, το αυτονόητο δίδαγμα:
Η απώλεια δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται, κάτι που παύει. Είναι κάτι
που μαθαίνεις να ζεις μαζί του. Κάτι που κουβαλάς και σε κουβαλά
αδιάκοπα, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ώστε να πάρεις μια ανάσα.
Και
η απώλεια αυτή είναι γνώση, η πιο σκληρή και η πιο αμετάκλητη γνώση.
Τόσο που για πολλούς η πραγματικά συνειδητή ζωή, το παρόν της αντίληψης
ξεκινά μετά την πρώτη απώλεια. Μέσα στο εκκωφαντικό της στραμπούληγμα η
απώλεια είναι ζωή. Τρόπος αποκωδικοποίησης του εδώ, του τώρα, της
γέννησης και της επιλογής.
Και ο θάνατος
παραμένει κάτι που αφορά αποκλειστικά τους νεκρούς. Εμείς μένουμε εδώ με
την απώλεια. Ασχετα με τις θρησκείες ή την αθεΐα μας, όλα τα ενδεχόμενα
παραμένουν ενδεχόμενα. Γιατί η γλώσσα δεν έχει τρόπο να μιλήσει για όσα
συμβαίνουν εκτός του μονωμένου μας δωματίου, για τα ενδεχόμενα της
ανυπαρξίας, των τόσων παραδείσων και κολάσεων, της μετενσάρκωσης, της
αιώνιας επιστροφής. Ολα παραμένουν ισόπαλα. 0-0 σε ένα γήπεδο χωρίς
τέρματα και χωρίς θεατές. Η γλώσσα δεν φέρνει λέξεις από εκεί. Εδώ
κατασκευάστηκε, εδώ έφτιαξε τη λογική και τις μεθόδους της. Είναι το
μόνο εργαλείο κατανόησης και ταυτόχρονα ένα εργαλείο από τη φύση του
ανήμπορο στην κατανόηση των μεγάλων θεμάτων.
Η
γλώσσα δεν έχει μηνύματα να φέρει. Μόνο λέει ιστορίες παλιές από την
πρώτη συλλαβή του χρόνου, ιστορίες για φθορά και αθανασία, βεβαιότητες
και αμφιβολίες. Ο θάνατος μένει στους νεκρούς.
Εμείς μένουμε εδώ με την απώλεια.
(Πέρασαν τέσσερα χρόνια πατέρα κι εμείς συνεχίζουμε να μαθαίνουμε πως τίποτα δεν περνάει).
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου