Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Αθήνα, πόλη της κρίσης






’ Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας. Οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων.’’
(Ίταλο Καλβίνο, από την εισαγωγή του στο βιβλίο Οι αόρατες πόλεις )

Πως βρεθήκαμε εδώ; Σε αυτό το εδώ, σε αυτό το τώρα. Αν υπάρχει ένα σημείο στη σύγχρονη Ελλάδα όπου η κρίση κατοικεί με όλη της την ένταση και όλη της την απλωμένη άνεση αυτό είναι η Αθήνα. Βολεύοντας τον εαυτό της καταχρηστικά, απλώνοντας το απειλητικό της σώμα στους καναπέδες κάθε σαλονιού της πόλης. Πρωτεύουσα που συγκεντρώνει και πολλαπλασιάζει κάθε κομμάτι της χώρας, σημείο που μάζεψε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις,  τις παλιές ελπίδες και τις προσδοκίες που τώρα παρατά ορφανές. Η Αθήνα της κρίσης, μια πόλη στενή ανάμεσα σε δύο αναστεναγμούς.
Πόλη χτισμένη στη βιασύνη ενός αιώνα, έφερε εδώ ανθρώπους από κάθε άκρη της χώρας, μιλώντας για ένα οικονομικό θαύμα με τους αριθμούς να φουντώνουν απότομα. Και η ζωή απλώθηκε σε έναν νεόκτιστο κόσμο που τώρα καταρρέει. Ένα τοπίο που εκτείνει τις φλέβες του χωρίς ρυμοτομία , αυθαίρετα στον χρόνο και το χώρο. Ένας υποδοχέας επιθυμιών που τώρα τρέφονται από το άδειο. Μες την βιασύνη των δρόμων όλα συνορεύουν: ρεκλάμες και Παρθενώνες, νεοκλασικά και ερειπωμένες βιτρίνες, παρατημένες οικοδομές και σπασμένες κολώνες. Η πόλη αυτή μοιάζει να μην έχει παρελθόν, μόνο ιστορία. Χωρίς δική της ντοπιολαλιά να την μιλά ξέχωρα από τις άλλες πόλεις, χωρίς παραδοσιακές συνταγές να χορταίνει τη δική της μοναδικότητα, χωρίς θρύλους και παραδόσεις να ιστορούν τι υπήρξε πριν το τσιμέντο. Όχι παρελθόν, μόνο ιστορία. Και οι πρόσφατες περιοχές να αλλάζουνε όνομα, τα τοπωνύμια να ξαναβαφτίζονται από μια αρχαιοπρεπή χειρονομία, ή από μια απαίτηση εθνικής καθαρότητας,  καλύπτοντας την απόσταση από τα Λιόσια στο Ίλιον, από τις Κουκουβάουνες στη Μεταμόρφωση, από το Τουρκολίμανο στο Μικρολίμανο. Και ο ποιητής περπατά ακόμα στους λερούς, ασήμαντους δρόμους με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους…
Πόλη που στεγάζεις δανεικές αναμνήσεις. Χωρίς κατοίκους μόνο με μόνιμους επισκέπτες. Στα ονόματα των οδών και στις ταμπέλες σου, θα συναντήσουν τους τόπους καταγωγής τους και ίσως ένα ξεχασμένο Θυμάμαι. Χωριά, βουνά και νησιά αναμένοντας την σύντομη καλοκαιρινή επιστροφή, ενώ το παρελθόν μεταναστεύει στο μέλλον.  Κέντρο της απώλειας και πρωτεύουσα των μνημονίων εδώ θα μεταφέρεις τους μετανάστες σου, κατευθείαν από τις γραμμές των συνόρων, στοιβαγμένους σε νυχτερινά λεωφορεία παρατώντας τους σε ένα ξενόγλωσσο κέντρο. Χωρίς λέξεις, χωρίς ονόματα και οδούς να τους υπενθυμίζουν από πού ξεκίνησαν το ταξίδι τους.  Στα σπασμένα σου πεζοδρόμια θα στοιβαχτεί η ανεργία σου, μια αδιάκοπη βιασύνη γύρω από το τίποτα, μια σιωπή ανάμεσα σε δύο παύσεις. Πώς ξεριζωθήκαμε όλοι; Όλοι μας Εσωτερικοί Μετανάστες, ταξιδεύοντας ακίνητοι, ταξιδεύοντας μαζί με την πόλη προς το μέσα των σπλάχνων, ακίνητοι στην ξενιτιά του χρόνου.
Πόλη φτιαγμένη για καλοκαίρι, χωρίς υπόστεγα, ανοιχτή σε κάθε καταιγίδα. Τα ποτάμια σου είναι σκεπασμένα και οι κοίτες τους μπαζωμένες. Που θα εκβάλει απόψε  η απελπισία του καθενός;  Και όλο μας το Εμείς διάτρητο, βομβαρδισμένο, με τα Εγώ του σκορπισμένα άναρχα σε μια επιφάνεια χωρίς πολεοδομία.( ‘’Εχθές το βράδυ στο μετρό/αγγίζονταν χιλιάδες σώματα/ κι ούτε ένα τσαφ για τα προσχήματα/ ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο/κάτι/ ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα’’* ). Και καθώς η νύχτα επιστρέφει, τα φανάρια είναι σπασμένα, τα μισά γράμματα των φωτεινών επιγραφών σβηστά τα ονόματα των μαγαζιών ακατάληπτα. Στο μισοσκόταδο το συναίσθημα κατοικεί εγκλωβισμένο, σαν σκυλί στα μπαλκόνια της Κυψέλης. Τη νύχτα η κούραση είναι ανηφόρα και όλη η πόλη κάθετη. Στις κορυφές του χειμώνα της ανεβαίνει ο καπνός απ τις σόμπες. Έρχεται από άλλες εποχές, άλλους τόπους. Σήμερα, άλλοι θα κάψουν ξύλα και άλλοι κάρβουνα, άλλοι μοναξιά και κάποιοι ίσως ερωτήσεις. Πως από τόσους δρόμους βρεθήκαν όλα εδώ; Σε μια βιαστική και ακαριαία χειρονομία του χρόνου. Τι σημαίνει τελικά Κρίση; Και που κατοικεί τελικά η Αθήνα;

*Το ποίημα είναι του Γιάννη Στίγκα, από την συλλογή  ‘’ Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο’’

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)


1 σχόλιο:

shortstory.gr είπε...

Πολυ γλαφυρη αναπαρασταση μιαs εθνικηs συντριβηs. Χρονια τωρα...