Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η ΗΛΙΚΙΑ ΩΣ ΤΑΞΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Οι εκλογές, οι 18 μέχρι 34 και η Μπίλι Χόλιντεϊ


Ωρες μετά τις εφτά και ενώ τα αποτελέσματα της κάλπης έμοιαζαν πια δεδομένα, κουρασμένος από τις προβλέψεις, τις διαψεύσεις και το κάπνισμα, έψαχνα ένα αντίδοτο που θα μπορούσε για λίγο να παύσει την φασαρία από τις αλήθειες των αριθμών. Στα χέρια μου έπεσε το κόμιξ «Billie Holiday» των Jose Munoz και Carlos Sampayo (εκδόσεις Σανγκάη). Η χρονική και γεωγραφική απομάκρυνση στην Αμερική του ’30 και του ’40, η χάρτινή καταγραφή της μουσικής και η συνομιλία με μια τόσο ξένη προς τη στιγμή καλλιτέχνη θα έφερνε την επιδιωκόμενη απόσταση, την -έστω για λίγο- αναγκαία παύση του απογοητευτικού τρέχοντος.

Ό,τι λάμπει στο σκοτάδι των καιρών

Η Lady Day αιμορραγεί το χρώμα της σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Στη σκληρή αντίθεση του λευκού και του μαύρου, στην απότομη γραμμή των μορφών, η βιογραφία της μεγάλης τραγουδίστριας ενσαρκώνει τη βία και την ομορφιά των ανθρώπων της, όλους τους αποκλεισμούς της μαύρης κοινότητας από τη «δημοκρατική» λευκή Αμερική και τη μετασχηματιζόμενη παράδοση της κοινότητας προς ένα παρόν άφταστης δημιουργίας. Κληρονόμος της κουλτούρας των αφανισμένων, η Μπίλι Χόλιντεϊ βίωσε τα χτυπήματα σε όλο της το ημερολόγιο: πείνα, ξύλο, διακρίσεις άσχετα με το φύλο ή την ηλικία από τα παιδικά χρόνια της ένδειας, μέχρι την τοξική της ζωή σε μια ενήλικη στιγμή μετά την επιτυχία. Η ίδια μας λέει στην αυτοβιογραφία της: «Μού ’χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη πείνα σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη αγάπη. Ίσως και νά ’ναι που θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ίσως που είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Γουέλφεαρ Άιλαντ, το Ίδρυμα των Καθολικών και το δικαστήριο Τσέφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη τη χώρα όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδελφεια και στο Όλντερσον, στο Χόλιγουντ και στο Σαν Φραντσίσκο- κάθε γωνιά πανάθεμά την». Η Μπίλι Χόλιντεϊ υπήρξε μια ιδιοφυΐα που έζησε ρημαγμένη το χρώμα της, σε βιασμούς, στη φυλακή, στην εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, πεθαίνοντας από τις καταχρήσεις στα 44, πάμφτωχη και ξεχασμένη. Η βιογραφία της είναι η απόδειξη πως στις Η.Π.Α. -τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’80 αλλά σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και μέχρι σήμερα- το χρώμα αποτελούσε καθαρά ταξικό προσδιορισμό. Τα γκέτο και οι παραγκουπόλεις στέγαζαν το χρώμα ταυτόχρονα με την φτώχεια.

Από την τζαζ πίσω στις δημοσκοπήσεις

Η επόμενη μέρα ξύπνησε χωρίς μουσική, χωρίς σκιτσαρισμένα περιστατικά, χωρίς υπεκφυγές. Το πρωινό μουλιάζει σε μια στοίβα από άρθρα, συμπεράσματα και περιγραφές. Και δημοσκοπήσεις, κυρίως δημοσκοπήσεις. Ανάμεσα στους δείκτες, τους παράγοντες και τα αποτελέσματα η ηλικιακή αποτύπωση της κάλπης, δείχνει την ξεκάθαρη επικράτηση της αριστεράς στις ηλικίες 18 με 34. Και -ίσως επηρεασμένος από τη βραδινή ανάγνωση- το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι πως η ηλικία στην Ελλάδα της κρίσης γίνεται και αυτή ταξικός προσδιορισμός.
Η ηλικία διχοτομημένη ανάμεσα στη βιολογική της έξαρση και την πρόωρα γερασμένη προοπτική της. Αυτή η ομαδοποίηση των ανθρώπων κάτω από έναν κοινό ακυρωμένο μέλλοντα. Οι άνθρωποι που βιώνουν την ανεργία σαν έναν κοινό κανόνα, κάνοντας την κυρίαρχη επισφαλή εργασία, να μοιάζει με πικρό δώρο όταν και εφόσον προκύψει. Ανοιχτές συμβάσεις, απροσδιόριστα ωράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία και καθυστερημένες πληρωμές, αποτελούν την κουρελιασμένη συνοδεία των δώρων αυτών. Και έτσι δίπλα στους προλετάριους του παρελθόντος συναντούμε τους πρεκάριους του παρόντος, ανθρώπους ημιαπασχολούμενους, μέσα σε μια εργασιακή αβεβαιότητα χωρίς ορίζοντα. Άνθρωποι μορφωμένοι, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένοι με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένοι, φιμωμένοι και απελπισμένοι, κάπου ανάμεσα στην αδράνεια και την μετανάστευση.
Στα γκέτο της ηλικίας αρθρώνεται σιγά σιγά μια φωνή έτοιμη να ακουστεί, έτοιμη να επιβάλει τον εαυτό της, διεκδικώντας αυτό που αποχωρίστηκε χωρίς να προλάβει καν να το αγγίξει. Στα γκέτο της ηλικίας μας φυτρώνει ξανά ο ψίθυρος ενός νέου τραγουδιού.

(Στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: