Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
Τα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» και η αποδοχή του παρόντος
Τόσο συχνά ένας καλλιτέχνης συνδέει το όνομα και το έργο του με μια πόλη ή μια εποχή. Ο χρόνος και ο χώρος μεταμορφώνονται σε κομμάτι μιας προσωπογραφίας και ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε στοιχείο της ταυτότητας της πόλης. Είναι λογικό, λοιπόν, να μιλούμε για το Δουβλίνο του Τζόις, την Βαρκελόνη του Γκαουντί, την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, περιγράφοντας μία σχέση που ορίζει ταυτόχρονα και τη δική μας σχέση με την πόλη. Για κάθε τι μακρινό, η γνώση δεν έρχεται από την πληροφορία, αλλά από μια τυχαία φωτογραφία, ή έναν χιλιοφανερωμένο πίνακα, ενθύμιο από μια άγνωστη μα οικεία σχέση, από ένα ελάχιστο σημείο που συμπυκνώνει πυρηνικά, ελευθερώνοντας φαντασία. Περισσότερο απ όλες τις άλλες τέχνες ο κινηματογράφος χαρτογραφεί μια ανάμνηση του άγνωστου μα πλέον κοντινού τοπίου, μέσα σε ένα βλέμμα που μόλις γεννιέται, δημιουργώντας παρελθόν. Θυμάμαι τη Ρώμη του Φελίνι, θυμάμαι τους αγγέλους του Βέντερς στους ουρανούς του Βερολίνου και θυμάμαι τη Βενετία στο Θάνατό της.
Ανάμεσα στις πόλεις, η Νέα Υόρκη αποτελεί την πιο συχνά κινηματογραφημένη. Ένα από τα παιδιά της που την αγάπησαν περισσότερο είναι και ο Γούντι Άλεν. Από την εβραϊκή παιδικότητά του στο Μπρούκλιν, μέχρι την ώριμη ηλικία του διανοουμένου στο Μανχάταν. Μια πόλη τόσο διαφορετική μα παράλληλα γειτονεύουσα με τη Νέα Υόρκη του Μάρτιν Σκορσέζε, του Τζάρμους και του Σπάικ Λι. Η σχέση του Γούντι Άλεν με την πόλη του είναι μια σχέση καταρχήν ερωτική. Και έτσι, όπως κάθε ερωτική σχέση, γίνεται μια σχέση που δύσκολα καταφέρνεις να αποχωριστείς. Ο Άλεν χρειάστηκε κοντά 40 ταινίες, ώστε να κινηματογραφήσει τον χώρο μακριά από την καλλιτεχνική του εστία. Αρχικά στο συγγενές Λονδίνο, αργότερα στην Βαρκελόνη και πιο πρόσφατα στο Παρίσι.
Η πόλη των χιλίων καλλιτεχνών
Το Παρίσι ήταν μια πόλη που πάντα έλκυε όσο και αποδεχόταν τους ξένους καλλιτέχνες. Η κινηματογραφική εκδοχή αυτού του φαινομένου, ισχύει ακόμα και σήμερα και αποτυπώνεται ίσως καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στην ταινία «Paris, je t’aime». Στη σπονδυλωτή αυτή ταινία, 22 σκηνοθέτες κινηματογραφούν τις παριζιάνικες ιστορίες τους. Ανάμεσα τους δημιουργοί κυρίως ξένοι: Γερμανοί, Βραζιλιάνοι, Μεξικανοί και κυρίως Αμερικάνοι. Τελικά αυτό που ξεχωρίζει απ‘ το άνισο μωσαϊκό είναι οι δύο πιο έντιμες ταινίες: αυτή των αδερφών Κοέν για τη σύντομη εμπειρία ενός αμερικανού τουρίστα στο παριζιάνικο μετρό και αυτή του ελληνοαμερικάνου Αλεξάντερ Πέιν, όπου μια μοναχική αμερικάνα επισκέπτεται την πόλη με τα σπαστά γαλλικά της. Στις δύο περιπτώσεις οι δημιουργοί δεν προσπαθούν να μιλήσουν σαν γάλλοι, αλλά σαν επισκέπτες που βιώνουν χωρίς να οικειοποιούνται, συγγενείς και ταυτόχρονα ξένοι στο βίωμα τους. Η νέα ταινία του Γούντι Άλεν λειτουργεί καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γύρισε μακριά από τη χώρα του, ακριβώς λόγω αυτής της αποδοχής και της ανάδειξής της σε κεντρικό θέμα. Την αποδοχή τόσο του χώρου όσο και του χρόνου.
Η αποδοχή
Ο συγγραφέας -πρωταγωνιστής, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που αγαπούν το Παρίσι, είναι ερωτευμένος με το παρελθόν. Τους ζωγράφους που το αποτύπωσαν, τους μουσικούς που το τραγούδησαν και κυρίως με τους αμερικάνους εμιγκρέδες πεζογράφους, που το περιέγραψαν και το έζησαν. Ο Μπαλζάκ έγραφε πως υπάρχουν μόνο δύο ηλικίες στο Παρίσι, η νιότη και η παρακμή. Η ταινία μας μιλά για μια συνεχιζόμενη διαδοχή ανάμεσα σε δύο ηλικίες: τη νιότη του παρελθόντος, την παρακμή και τη μετριότητα του παρόντος, μέχρι οι ρόλοι μέσα από μια σειρά δραματουργικών ευρημάτων να αντιστραφούν.
Το έργο αποτελεί φορέα ενός ήπιου στοχασμού, δοκιμάζοντας την ελαφρότητα ταυτόχρονα με το βάθος. Στην τέχνη -αλλά τόσο συχνά και στη ζωή- από την εποχή του Ησιόδου (το χρυσό, αργυρό, χάλκινο γένος σύμφωνα με την περιγραφή του για την ιστορία) το παρελθόν κέρδιζε πάντα συντριπτικά το παρόν. Ακίνδυνο και ωραιοποιημένο, τροφοδοτούσε τη στιγμή με θαυμασμό και νοσταλγία. Με παρόμοιο τρόπο ο πρωταγωνιστής της ταινίας, τριγυρνά τους δρόμους του Παρισιού και μέσα σε αυτή την φορτισμένη σχέση, το χθες εισβάλλει απροσδόκητα στο σήμερα. Ο διαβάτης του παρόντος καταλήγει να γνωρίσει από κοντά τον Χέμινγουεϊ, να δει τον Κόουλ Πόρτερ να παίζει πιάνο και να ερωτευτεί ένα από τα μοντέλα του Πικάσο. Το έργο αποτελεί ένα παιχνίδι με χαρτιά, ανάμεσα στο δημιουργό και το χρόνο. Αντί για τράπουλα οι παίκτες κρατάνε καρτ ποστάλ. Κομψές στις επιλογές και τις αφαιρέσεις της απεικόνισης, αλλά τελικά απλά επιφάνειες του παλαιού. Βιώνοντας το παρελθόν ως παρόν, ο πρωταγωνιστής καταφέρνει να το απομυθοποιήσει παρά την έντασή του, να αντιληφθεί τη σημασία του για τη σημερινή του διαμόρφωση και τελικά να αποδεχτεί το τώρα και την ίδια του την ταυτότητα.
Αν και το παρόν είναι ατελές και ελάχιστα προσφερόμενο για μυθολογία, τελικά είναι το μόνο που έχουμε. Μέσω της αποδοχής, το βίωμα του παρελθόντος καταλήγει να τροφοδοτεί τη μυθολογία της στιγμής. Τα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» μετατρέπονται -για εμάς εδώ και σήμερα- σε μια απροσδόκητη παραβολή: Ας διαβάσουμε όσο καλύτερα, μπορούμε το ρευστό παρελθόν, ας καλλιγράψουμε όσο καλύτερα μπορούμε το δύσκολο μέλλον.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου