ΜΟΥΓΚΟ
Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά
γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί
Μάρκος Μέσκος, Μαυροβούνι
Eνας φόβος πλανάται πάνω από την τρισχιλιετή μας βεβαιότητα, ο φόβος της απώλειας της Μακεδονίας. Και όταν μιλούμε για απώλεια, φυσικά μιλούμε για κάτι γενικό. Όχι ακριβώς για εθνικά εδάφη, όχι ακριβώς για πόλεις και χωράφια. Μιλούμε για την απώλεια μιας υπερβατικής κατάφασης που συνηγορεί υπέρ του τίποτα και υπέρ των πάντων ταυτόχρονα.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να προσπαθήσεις να εξηγήσεις το μακεδονικό ζήτημα σε κάποιον ξένο φίλο. Κάποιον καλοπροαίρετο που προσπαθεί να καταλάβει. Ώρες μετά, ο διάλογος θα γυρίσει εκεί που ξεκίνησε, σε ένα «δεν καταλαβαίνω» γεμάτο απελπισία. Γιατί για τους περισσότερους που κοιτούν τον χάρτη όταν ακούν για το μακεδονικό ζήτημα, η εντύπωση που έχουν προκύπτει λογικά. Το μεγαλύτερο κράτος λογικά διεκδικεί εδάφη από το μικρό και το μικρό προσπαθεί να αμυνθεί μέσα από διεθνείς νόμους, ελισσόμενο ανάμεσα σε διαφορετικά διεθνή συμφέροντα. Κανένας ακροατής δεν μπορεί να αντιληφθεί πιο είναι το αντίστροφο διακύβευμα, ποιος ο πραγματικός λόγος ανησυχίας και αντιπαράθεσης. Αλλά αν το σκεφτούμε λίγο πιο ειλικρινά, θα θέσουμε στους εαυτούς μας και εμείς –έμπειροι μακεδονολόγοι σπουδαγμένοι από τα τηλεοπτικά πάνελ δεκαετιών- το ίδιο ερώτημα: ποιος είναι ο φόβος αυτός που βαφτίζεται υπερηφάνεια, ποιος ο φόβος αυτός που κατασκευάζει ένα παρελθόν, ποιος ο φόβος αυτός που κινητοποιεί τα εθνικιστικά χαρακτηριστικά τόσων πολλών για ένα ασήμαντο (από άποψη ισχύος του «αντιπάλου»)αίτημα;
Υπάρχει ένας φόβος σκοταδιστικός και κακομοίρικος όταν ενσαρκώνεται. Από έξαλλους παπάδες και σκονισμένους εθνικόφρονες, από φασίστες οπαδούς και οπαδούς του φασισμού, ένας φόβος ανεστραμμένος που εκφράζεται με παρδαλές φορεσιές, ανιστόρητες ιστορικές διεκδικήσεις, στο περιθώριο μιας φανατικής παράτας. Υπάρχει ένας φόβος και μια αγωνία που δεν ξέρω μέσα σε πόσα στήθη χτυπά (σίγουρα όχι στο δικό μου), αλλά έχει την ειλικρίνεια και το στραβό σουλούπι της εμμονής. Ο φόβος αυτός πως θα μας τα πάρουν (ποια; Κανείς δεν ξέρει) ποια αλήθεια κουβαλά;
Η όλη συζήτηση για το Μακεδονικό για να έχει ένα υπόβαθρο αντιπαράθεσης, έπρεπε να ενδυθεί με γεωπολιτικά επιχειρήματα, με κουβέντες ιστορικής ακρίβειας, να πάει πίσω στους μακεδονικούς πολέμους και ακόμα πιο πίσω στους αρχαίους Μακεδόνες. Σε αυτό συνέβαλε η αντίστοιχη στάση των εθνικισμών και στις δύο πλευρές των συνόρων. Αυτό, όμως, αποτελεί την επιφάνεια της όλης διαδικασίας. Κάτι σκοτεινό κολυμπά κάτω από τον πάγο, κάτι άμορφο χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και η καρδιά χτυπάει εκεί κάτω.
Είναι ο φόβος που προκύπτει από τη δική μας ανεπάρκεια (ας μην παρεξηγηθεί αυτό το «μας». Διαχωρίζει απλώς χοντρικά τις δύο μπάντες). Γιατί όσο και αν φουσκώνουμε σαν διάνοι, ξέρουμε τι κενός λόγος είναι. Προκύπτει από τη συντριπτική ανάγνωση του παρόντος υπό το φως του παρελθόντος. Από αυτή την ένδοξη κατασκευή, που δεν έχει άλλο αποτέλεσμα από το να απονευρώνει κάθε συνθήκη στο παρόν. Από όλες τις αρχαιοελληνικές ονειροφαντασίες, η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτελεί άλλωστε την πιο χοντροκομμένη. Μια ιστορία που δεν μιλάει για πολιτιστικά επιτεύγματα, για στοιχεία που μέχρι σήμερα έχουνε παρόν, δεν μιλάει καν για ένα ένδοξο κατόρθωμα απέναντι σε έναν κατακτητή εχθρό που ήρθε στη χερσόνησο για να επιβάλει. Μιλάει για το μόνο που εξαπλώθηκε, για έναν ημίθεο υπερήρωα που κέρδισε πολέμους, που επέβαλε και κατέκτησε. Για κάποιον νικητή που κέρδισε τα πάντα και ύστερα πέθανε. Ο μυθολογικός Μέγας Αλέξανδρος (και όχι ο άλλος, ο κάτοικος της ιστορίας) αποτελεί την υπερθετική επιβεβαίωση της κάθε ονειροφαντασίας, την πιο τρανή απόδειξη ότι η Ελλάδα είναι το κέντρο του κόσμου. Μια επιβεβαίωση δύναμης, μεγαλείου και κληρονομιάς για όποιον θέλει να συγκινηθεί μαζί του. Είναι το εθνικό μεγαλείο στη μιλιταριστική του εκδοχή, στο μύθο της επιβολής και της απαίτησης. Και ταυτόχρονα, στην αντιστροφή του, είναι η μεγαλύτερη αφήγηση της σύγχρονής μας ανεπάρκειας.
Κανένας εθνικισμός και καμία πατριωτική έξαρση δεν μας γεννούν συμπάθεια. Υπάρχει, όμως, στο βάθος μία λύπη. Λύπη για όλες τις ανεπάρκειες που κωδικοποιούνται, αντιστρέφονται και γίνονται σημαία στο πανηγύρι των κραυγών. Για όλο το λίγο που χάνεται παριστάνοντας το πολύ. Για όλη την ανεπάρκεια που θα μας συντροφεύει επ’ άπειρον ντυμένη με κουρέλια μεγαλείου.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου