Δευτέρα 24 Μαΐου 2010
Ζαν Kοκτό:η ανθρώπινη φωνή
Από την περασμένη εβδομάδα, οι κινηματογραφικές αίθουσες φέρνουν ξανά στο προσκήνιο την ιστορία ενός γάλλου καλλιτέχνη και μιας μοναδικής περίπτωσης, τόσο στην ιστορία της έβδομης τέχνης, όσο και της καλλιτεχνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Ο λόγος για τον Ζαν Κοκτό (1889-1963), έναν ποιητή μοιρασμένο με ισόποσο πάθος σε όλες τις τέχνες. Το «αίμα του ποιητή» και «Η διαθήκη του Ορφέα» αποτελούν την πρώτη και την τελευταία, αντίστοιχα, ταινία του δημιουργού, καθώς επίσης αρχή και τέλος της Ορφικής του τριλογίας. Ταυτόχρονα, τα δύο έργα περιγράφουν συνοπτικά το σύνολο του έργου και των διαθέσεών του Γάλλου καλλιτέχνη: ένας σουρεαλισμός ελεγχόμενος αν και κυρίαρχος, χρήση των αρχαίων μύθων ως ποιητική παραβολή, δημιουργία εντυπωσιακών ευρημάτων στους τρόπους έκφρασης και κυρίως η παρουσία μιας ελάχιστης γραμμής που διαχωρίζει το συνειδητό από το υποσυνείδητο, το ποιητικό συμβάν από την πεζή καθημερινότητα, το φανταστικό από την πραγματικότητα.
Πρώτα δημιούργημα της τέχνης κι έπειτα δημιουργός
Ο Ζαν Κοκτό υπήρξε καλλιτέχνης με τον όρο στην πιο έντιμη γενικότητά του. Όπως και στην περίπτωση του Όσκαρ Ουάιλντ, το μεγαλύτερο δημιούργημά του ήταν η ίδια η προσωπικότητά του, η περιήγησή του στην καθημερινότητα και η ατελείωτη συνομιλία με τους ομότεχνούς του. Ο Κοκτό υπήρξε πρώτα δημιούργημα της τέχνης και αργότερα δημιουργός της, μια ενσάρκωση των πιο πολλαπλών της τρόπων: ποίηση, θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική, μυθιστόρημα, μουσική. Ο πολυμήχανος Γάλλος υπήρξε μια εξωστρεφής αντίφαση. Τόσο με τη ζωή, όσο και με το έργο του. Μία περίπτωση στην οποία συγκατοικούσαν με ευρύχωρη άνεση, ο μποέμ με τον αριστοκράτη, η αφέλεια με την ιδιοφυία, η καθαρή γραμμή του κλασικισμού με το άρρητο βάθος των ψυχαναλυτικών αντανακλάσεων και των σουρεαλιστικών τοπίων. Στα έργα του βλέπουμε τόσο συχνά να συνυπάρχουν ο υποκειμενισμός της υποπερίπτωσης, με το αντικειμενικό του μύθου. Περισσότερο συγγραφέας μιας πορείας και μιας ζωής και λιγότερο συγγραφέας ενός μεγάλου έργου, ο Κοκτό σε όλες τις μεταμορφώσεις του μύθου, επέμενε πως είναι ποιητής. Και ίσως η μεγαλύτερή του προσφορά, είναι πως απέσπασε την ποιητική φωνή, από τις στροφές και τους στίχους και την πολλαπλασίασε σε τόσο διαφορετικούς τρόπους έκφρασης. Σκόρπιες ψηφίδες συνθέτουν το πρόσωπο του ποιητή: παιδί θαύμα με την πρώτη ποιητική του συλλογή (το λυχνάρι του Αλαντίν) να εκδίδεται μόλις στα 19 του χρόνια, συνεργάτης του Ντιαγκίλιεφ, του Νιζίνσκι, του Στραβίνσκι και του Σατί σε μια σειρά από μπαλέτα, θεωρητικός της μουσικής «ομάδας των 6», μέντορας και ταυτόχρονα μαθητής του Ραϊμόντ Ραντικέ, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας έργων όπως «Η ανθρώπινη φωνή», «Τα τρομερά παιδιά», «Η δαιμόνια μηχανή» και «Θωμάς ο απατεώνας», ατζέντης του πυγμάχου Αλ Μπράουν, εικονογράφος βιβλίων, παλατιών και εκκλησιών, κοσμικός, μέλος της γαλλικής ακαδημίας, πρόεδρος του φεστιβάλ των Κανών και σύμφωνα με τον Τρυφό, πρόδρομος του νέου κύματος στον κινηματογράφο.
Και όμως συναντά κάποιος μια ενότητα μέσα στην αντίφαση και την πολλαπλότητα των ρόλων. Είναι η ίδια μουσική που γεννά την εικονογράφηση της βίλας Σάντο Σοσπίρ ή ποιήματα γραμμένα βιαστικά στα τραπεζομάντηλα ενός εστιατορίου («Το τραπεζομάντιλο του Καταλανού», σε συνεργασία με τον Ζορζ Ινιέ). Στη διαμόρφωσή της μουσικής αυτής θα παίξουν ρόλο οι πολλαπλές του συναντήσεις: Ραντικέ, Στραβίνσκι, Πικάσο, Σατί, Σαρτρ, Εντιθ Πιαφ. Ο Κοκτό παρέμεινε πάντα παράλληλος, αλλά ποτέ ενταγμένος σε ρεύματα, ομάδες ή τάσεις, συνδέοντας το όνομά του τόσο με σκάνδαλα, όπως το «λευκό βιβλίο», το μπαλέτο «Παρέλαση» σε συνεργασία με τον Σατί, ή το θεατρικό «Οι τρομεροί γονείς» όσο και με θριάμβους, όπως την επιτυχία του με το μυθιστόρημα «Τα τρομερά παιδιά».
Αρχαία πρόσωπα γεννιούνται ξανά
Πέρα από άνθρωπος και καλλιτέχνης, ο Κοκτό προσωποποίησε μια εποχή, την Εποχή του Παρισιού, μέσα στη μυθολογία της και την υπερβολή της, στη δημιουργία της οποίας ο ίδιος συνεισέφερε όσο λίγοι. Ο μακρινός καλλιτέχνης μας γίνεται οικείος μέσα από τις επιλογές των ιστοριών και των μύθων. Όπως τόσοι καλλιτέχνες, ο Κοκτό συνδέθηκε με την Ελλάδα μέσα από την αρχαία γραμματεία. Όχι όμως με ένα μουσειακό θαυμασμό, αλλά με το θράσος του δημιουργού που διακρίνει το απόλυτα νέο στο περασμένο. Στο έργο του επανεμφανίζονται μια σειρά από αρχαία πρόσωπα και ιστορίες, τοποθετημένες στο παρόν του μοντερνισμού: ο Οιδίποδας, η Αντιγόνη, ο Ορφέας, ο Βάκχος, γεννιούνται ξανά για να αποδείξουν τη νεότητα και ταυτόχρονα την αχρονικότητα τους. Ο ποιητής επιτρέπει στην πένα του ακροβασίες, αναχρονισμούς, αντιστροφές και επαναπροσδιορισμούς, αφαιρώντας από τα έργα τη φιλολογία που κληρονόμησαν 20 αιώνες πέτρινου θαυμασμού και χειροκροτήματος. Ο μύθος με την ευκρίνεια των στοιχείων του, πλησιάζει το όνειρο με τρόπο άμεσο, τρόπο όμοιο με τις ελευθερίες της σύγχρονης τέχνης και γίνεται κύριο στοιχείο του έργου του. Ένας Έλληνας, παράλληλος και φίλος, ο Μάνος Χατζιδάκις, περιγράφει στον «Καθρέφτη και το μαχαίρι» τα κύρια χαρακτηριστικά του κανόνα του Κοκτό: «…μια ανεξάντλητη ευφυΐα, μια έντονη λυρική εγωπάθεια, η ανεύρεση θεών και πηγών μέσα από την καθημερινότητα, η ένταξη του λάθους και του παραλόγου μέσα στους κανόνες της ζωής, η λατρεία του κοινότυπου και η έντεχνη εκμετάλλευση του, και, τέλος, η απλότητα στο μουσικό αποτέλεσμα…». Τα στοιχεία αυτά, εμφανή όσο πουθενά στα κινηματογραφικά του έργα, μας παρουσιάζονται μέσα από τις δύο ταινίες και η σιωπή της σκοτεινής αίθουσας γίνεται η καλύτερη εισαγωγή, στη μουσική πολυφωνία, ενός κόσμου καθημερινού, μυθολογικού και ποιητικού, στον κόσμο του Ζαν Κοκτό.
(στην εφημεριδα Εποχή)
Ο Μπομπ Ντίλαν στην Αθήνα
''Κυρίες και κύριοι, υποδεχτείτε τον δαφνοστεφή ποιητή του rock and roll, τη φωνή της υπόσχεσης των 60s. Τον άνθρωπο που ζευγάρωσε τη φολκ και τη ροκ στο ίδιο κρεβάτι. Που παράτησε το μέικαπ της σκηνής στα 70s για να χαθεί στην υπερβολή της κατάχρησης ουσιών. Που αναδύθηκε για να συναντήσει τον Χριστό. Που ξεγράφτηκε ως ξοφλημένος τη δεκαετία του 80, για να αλλάξει ξαφνικά ταχύτητες δημιουργώντας μερικούς από τους σημαντικότερους δίσκους της καριέρας του στις αρχές της δεκαετίας του 90. Κυρίες και κύριοι, ο Μπομπ Ντίλαν.''
Στις 29 Μαΐου, η Αθήνα υποδέχεται μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές μορφές των τελευταίων δεκαετιών. Ο Μπομπ Ντίλαν, έρχεται στο Τerra Vibe με το συγκρότημά του, προσφέροντας μια από τις σημαντικότερες μουσικές και καλλιτεχνικές προτάσεις του καλοκαιριού. Η συναυλία γίνεται στα πλαίσια του Never ending tour, ενός μουσικού ταξιδιού που ξεκίνησε στις 7 Ιουνίου του 1988, προσφέροντας 100 παραστάσεις το χρόνο. Από τότε η μορφή του συγκροτήματος έχει αλλάξει αρκετές φορές, ενώ οι συναυλίες έχουν ξεπεράσει τις 2.000.
Η αρχική φράση του κειμένου, είναι η εισαγωγή με την οποία αρχίζουν οι συναυλίες του Μπομπ Ντίλαν, τα τελευταία 8 χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα, η εισαγωγή που θα φέρει τον καλλιτέχνη μπροστά στο ελληνικό κοινό. Αποτελεί μια προσπάθεια να περιγράψει την πορεία, τις μεταβάσεις και τα σκαμπανεβάσματα, το σύνολο της καριέρας ενός μουσικού, που φαίνεται να γίνεται θεσμός, κεκτημένο, ένα θέαμα κλασικό. Πέρα από ταχυδρομικές περιγραφές και βιαστικές συμπτύξεις, η σχέση του καθενός με τον Μπομπ Ντίλαν, ορίζεται αφενός από το υποκειμενικό της γνωριμίας και αφετέρου από την πολλαπλότητα του ίδιου του καλλιτέχνη. Η ιστορία του Μπομπ Ντίλαν αδυνατεί να χωρέσει σε μια βιαστική εισαγωγή ακόμα και σε μια συναυλία. Κουβαλά μέσα της τα όνειρα, τις αντιφάσεις, τις προδοσίες και τις απογοητεύσεις, μιας γενιάς, μιας εποχής, ενός κόσμου. Το παρόν του πιο έντονου παρελθόντος.
Ένας νεαρός από το πουθενά
Ο ίδιος φόρεσε συχνά πολλαπλά προσωπεία, αλλάζοντας συχνά ρόλους, ζητώντας ως βασική αρχή τον αυτοπροσδιορισμό σε μια εποχή και μια κοινωνία που επέμενε να κατατάσσει και να απαιτεί. Ένας νεαρός που προήλθε από το πουθενά των πολιτειών της Αμερικής, έγινε αυτό το πουθενά και χάθηκε στο χάος της Νέας Υόρκης. Κληρονόμος της φωνής του Γούντι Γκάρθι και της Φολκ, ηλέκτρισε τον ήχο του στο Newport Folk Festival, παρουσιάζοντας το δίσκο «Bringing It All Back Home», εξοργίζοντας ένα κοινό που τον αποκαθήλωσε αποκαλώντας τον ιερόσυλο. Ο Μπομπ Ντίλαν υπήρξε ο αλητάκος των ατελείωτων αμερικάνικων δρόμων και ταυτόχρονα ο ροκ σταρ, ο οικείος ποιητής με τη μουσική συνοδεία και ο αναγνωρισμένος υποψήφιος για Νόμπελ λογοτεχνίας, ο προφήτης και η φωνή της συνείδησης μια ολόκληρης γενιάς και ο καλλιτέχνης με το αυστηρά προσωπικό όραμα. Ο αμφισβητίας και κριτικός μιας ξεπεσμένης κοινωνίας και ο ξαναγεννημένος Χριστιανός. Το αμερικανικό μουσικό παρελθόν και το ροκ παρόν. Και πάνω απ‘ όλα ο άνθρωπος που συνόδεψε με τη μουσική του τόσες στιγμές, συγκίνησε και προβλημάτισε όσο λίγοι.
Η συναυλία, λοιπόν, ξεπερνά την διασκέδαση. Γίνεται μια διαδικασία αναμέτρησης με το παρελθόν και το παρόν, τη συνείδηση και την τέχνη, μια αναμέτρηση με ένα όραμα, αποσπασματικό, αυθόρμητο και πολυδιάστατο μέσα στα χάσματα και τις αντιφάσεις του. Το όραμα του Μπομπ Ντίλαν, ενός από τους μεγάλους του 20ού αιώνα.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Η απουσία του Γκοντάρ και η παρουσία της ελληνικής κρίσης
Το φετινό φεστιβάλ των Κανών, το οποίο τελειώνει σήμερα 23 Μαΐου, σημαδεύτηκε όχι από την παρουσία των ηθοποιών στα κόκκινα χαλιά ή των ταινιών στις οθόνες, αλλά από μια τρανταχτή και σκόπιμη απουσία. Αυτή του μεγάλου Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο οποίος επικαλέστηκε προβλήματα ελληνικού Τύπου, για να περιγράψει την αποχή- διαμαρτυρία του.
«Θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε την Ελλάδα. Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία... Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε Σοφοκλής. Ο τεχνολογικός κόσμος στον οποίο ζούμε τα χρωστά όλα στην Ελλάδα. Ποιος ανακάλυψε τη λογική; Ο Αριστοτέλης... Όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα σήμερα στον Ελλάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει από το σημερινό κόσμο μας χιλιάδες εκατομμύρια για συγγραφικά δικαιώματα και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Πάραυτα. Κατηγορούν τους Έλληνες ότι είναι και ψεύτες.... Αυτό μου θυμίζει ένα παλιό συλλογισμό που είχα μάθει στο σχολείο. Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης ή όλοι οι Έλληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Έλληνας. Δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου», σημείωνε πριν από λίγες ημέρες σε συνέντευξή του, τονίζοντας τη διαφωνία του με την ευρωπαϊκή πολιτική στάση, δηλώνοντας την αλληλεγγύη του στον ελληνικό λαό.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Κυριακή 16 Μαΐου 2010
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΤΗΣ
Σε μια ζωή με απότομες και βίαιες επαναλήψεις, στιγμές κοινότοπες και φωτοτυπίες του ήδη βιωμένου, το αυθεντικό, η αυθεντική στιγμή, καθίσταται αξία και ζητούμενο. Πώς ξεχωρίζουμε το αυθεντικό από την επανάληψή του, ειδικά όταν αυτή είναι φτιαγμένη ακριβώς για να παραπλανήσει, για να μας πείσει πως όχι μόνο μπορεί να σταθεί δίπλα στο αυθεντικό αλλά επίσης μπορεί και να το αντικαταστήσει; Και αν κάτι τέτοιο μπορεί τελικά να ισχύει, ποια η αξία του αυθεντικού. Η τέχνη, με τα τόσα αντίγραφά της, γίνεται μια παραβολή για την ίδια τη ζωή και η έκθεση «Close Examination: Fakes, Mistakes and Discoveries», μια ευκαιρία για στοχασμό.
H Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου οργανώνει από τις 30 Ιουνίου την έκθεση με τίτλο «Προσεκτική εξέταση: Πλαστά, λάθη και ανακαλύψεις». Στην έκθεση αυτή παρουσιάζονται για πρώτη φορά, πλαστοί πίνακες της συλλογής της πινακοθήκης που άλλοτε πέρασαν για αυθεντικοί, κακές εκτιμήσεις ειδικών που αναγνώρισαν το λάθος εκεί που δεν υπήρχε, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εξαπατήθηκαν καταδικάζοντας ως πλαστό το πραγματικό, με την αλήθεια να αποκαλύπτεται ακόμη και 500 χρόνια μετά τη δημιουργία της. Έργα μαθητών των ζωγράφων, θεωρήθηκαν έργα των δασκάλων τους, με μια κοινή τεχνοτροπία να περνά από γενιά σε γενιά, από χέρι σε χέρι και να θολώνει το όνομα του δημιουργού. Ονόματα μεγάλων ζωγράφων όπως του Ραφαήλ, του Βελάσκεθ ή του Μποτιτσέλι, μπλέκονται με επιτεύγματα άσημων αγνώστων που τους μιμήθηκαν ή τους αντέγραψαν.
Η τέχνη είναι μια πραγματικότητα;
Η τεχνολογία αλλάζει τους καιρούς. Με το μέγεθός της επιβάλλεται σε κάθε πτυχή της ζωής. Οι ακτίνες τα μικροσκόπια και οι διαφόρων ειδών μετρητές, έρχονται να αναμετρηθούν με το έμπειρο μάτι του ιστορικού της τέχνης, άλλες φορές επικουρικά άλλες φορές αντικαθιστώντας και καταργώντας το. Το παράδοξο της έκθεσης, κρύβει στον πυρήνα του ένα ερώτημα. Όμοιο με το ερώτημα της ταινίας «F for fake» του Όρσον Γουέλς. Ποια είναι η πραγματική αξία της τέχνης και ποια η εμπορική της αξία;
Το «Αλήθειες και ψέματα» (ο ελληνικός τίτλος) είναι η τελευταία ταινία του μεγάλου δασκάλου και μια από τις λιγότερο γνωστές δημιουργίες του. Μια ταινία δοκίμιο, με αρκετά ασύνδετο υλικό, μιλά για την ιστορία τριών ανθρώπων ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την αποτίμηση της ίδιας της καριέρας του Γουέλς. Οι τρεις ήρωες είναι καλλιτέχνες του ψεύδους: ένας πλαστογράφος ιμπρεσιονιστικών πινάκων, ο συγγραφέας μιας ψευδοβιογραφίας του Χάουαρντ Χιουζ και μια κοπέλα που υπήρξε μοντέλο του Πικάσο για πάνω από 20 πίνακες. Η κοπέλα έκαψε τους πίνακες αυτούς και τους αντικατέστησε με ακριβή αντίγραφα. Ο ίδιος ο Πικάσο αναγνωρίζοντας την αξία του παραχαράκτη τον συνάντησε όταν αυτός ήταν ετοιμοθάνατος. «Θέλω να πεθάνω με τη βεβαιότητα ότι η τέχνη είναι μια πραγματικότητα», ήταν τα τελευταία λόγια του αντιγραφέα.
Η αυθεντικότητα
δεν προσθέτει στην ομορφιά
Ο φακός πλανάται ανάμεσα στο τρικ και την αυθεντική αποτύπωση επαναλαμβάνοντας συνεχώς την ερώτηση για το αληθινό και το ψεύτικο. Η σκηνή του πλαστογράφου είναι ενδεικτική της φιλοσοφίας του φιλμ, όσο και του ερωτήματος που τίθεται από την έκθεση του Λονδίνου: το χέρι του Ντε Χόρι έτρεμε κάθε φορά που πλαστογραφούσε έναν Ματίς. Θα μπορούσε να κάνει έναν πίνακα ακόμα καλύτερο από τον αυθεντικό αλλά εμπόδισε τον εαυτό του για ευνόητους λόγους. Αν ένας πίνακας αντίγραφο είναι τόσο καλά φτιαγμένος ώστε να ξεγελάει ακόμα και το πιο εξασκημένο μάτι, γιατί να θεωρηθεί με τόση βεβαιότητα κατώτερος του πρωτοτύπου;
Τα μουσεία δίνουν τις πιο άκαμπτες απαντήσεις. Αποσπούν το έργο τέχνης από τον αρχικό του χώρο και τον πραγματικό του χρόνο, αντικαθιστώντας με ιστορική και επιστημονική βεβαιότητα τα χαμένα συναισθήματα του πρώτου του κοινού, της αρχικής έντασης και θερμοκρασίας του έργου. Στην απόλυτη κατάφασή τους, επεξηγούν αυτό που κάποτε ήταν απλώς ομορφιά, με τον πίνακα να γίνεται τελικά επίτευγμα, όμοιο με μια ανακάλυψη επιστημονική ή γεωγραφική, μια υποσημείωση στην ιστορία των επιτευγμάτων του ανθρώπου. Το βάρος της υπογραφής και του αυθεντικού, δεν προσθέτει στην ομορφιά αλλά στο κύρος, αποτελεί τη σκαλωσιά ενός θεσμού που επιβάλλει τη δική του ματιά και τελικά τη δική του τέχνη.
Τέχνη περιφραγμένη από τη ζωή
Ο κόσμος των μουσείων, είναι ένας κόσμος ομογενοποιημένης τέχνης. Κάθε έργο αποκτά μια όμοια λειτουργία. Πρώτα υπάρχει και μετά σημαίνει. Μακριά από την κάθε μέρα, η τέχνη περιφράσσεται από τη ζωή. Προσφέρει μια σύντομη ματιά στο βιαστικό μάτι του επισκέπτη, αναπαράγεται σε καρτ ποστάλ ή μπλουζάκια, με το μέγεθος και την αξία της ως αδιαμφισβήτητο δεδομένο. Ένα έργο κρίνεται πια κυρίως ως προς την αυθεντικότητα και λιγότερο ως προς την αξία του. Όπως η βεβαιότητα των θεσμών και των νόμων, έτσι και η αυθεντία του μουσείου πρέπει να αμφισβητηθεί. Γιατί το αυθεντικό δεν προκύπτει από την υπογραφή αλλά από τη σχέση του ανθρώπου με το έργο τέχνης. Είναι το καθαρό μάτι και η επιθυμία για το βίωμα αυτά που μετατρέπουν έναν πίνακα σε έργο τέχνης και τελικά ένα απλό καθημερινό περιστατικό σε βιωμένη αυθεντικότητα.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Κυριακή 9 Μαΐου 2010
Τι χρειάζεται η τέχνη όταν η κρίση συνθλίβει;
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φρατζόλα ζεστό ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
Ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
Έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
Όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος και αυτή
Μ‘ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
Κομμάτια γνήσιο ουρανό
Κι όλοι τώρα τρέχαν σ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί
Όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό!
(Μίλτος Σαχτούρης, το Ψωμί)
Τα νέα μέτρα πλησιάζουν όλο και περισσότερο, με τις εφαρμογές και την πραγματικότητά τους να απειλεί κάθε τι κεκτημένο, κάθε τι αυτονόητο. Τα μέτρα δεν αλλάζουν μόνο την οικονομική διάσταση της κάθε μέρας, αλλά ταυτόχρονα ξεριζώνουν έναν τρόπο ζωής που μάθαμε να συλλαβίζουμε ως καθημερινό. Είναι τέτοια η ένταση και σκληρότητα που πλησιάζει, ώστε να μεταμορφώσει κάθε εικόνα, κάθε χειρονομία, κάθε θερμοκρασία που δεχτήκαμε να αποκαλούμε ζωή.
Η τέχνη, σε κάθε έκφανση της, θεωρήθηκε συχνά πολυτέλεια. Σαν κάτι που περισσεύει, γεμίζει τυχαία τις ώρες, ψυχαγωγεί, και διασκευάζει το τρέχον, συχνά χωρίς σημασία. Μέσα σε μια πραγματικότητα αυστηρά και χυδαία υλιστική, κάθε ενασχόληση με την τέχνη κατέληξε να θεωρείται χόμπι, παραξενιά ή σπατάλη του πολύτιμου χρόνου. Σε έναν κόσμο ρευστό, που βασικές αξίες και κεκτημένα για πρώτη φορά αμφισβητούνται και συνθλίβονται με τέτοια ένταση και σε τέτοια έκταση, καλούμαστε να επαναδιαπραγματευτούμε την σχέση μας με αυτή την «πολυτέλεια», να προσδιορίσουμε ξανά το ρόλο και τη σημασία της και τελικά να προσδιοριστούμε από αυτή.
Η άνθηση της τέχνης σε μαύρες εποχές
Η ζωή στη δύσκολες στιγμές της, παρουσιάζεται με όλο τον κυνισμό, την ματαιότητα, την απελπισία της. Στεγνή από όνειρα, διατάζει προτεραιότητες, πρακτικότητα και αδιέξοδα. Και είναι ακριβώς η ίδια η ταύτιση του αναγκαίου με το ρεαλιστικό που συντηρεί την κατάσταση, αποφεύγοντας κάθε όραμα που θα την μεταμόρφωνε. Κάθε κατάφαση που πολλαπλασιάζει το δύσκολο του παρόντος, ακυρώνει την αλλαγή του μέλλοντος. Η αλλαγή, η ανατροπή και η δημιουργία του νέου, είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα.
Δεν είναι τυχαίο πως σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, σε μαύρες εποχές, η τέχνη δεν παύει, δεν περικόπτεται ως αχρείαστο έξοδο, αλλά αντιθέτως ανθίζει ως αναγκαιότητα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος γέννησε την χαμένη γενιά, μια σειρά συγγραφικών μεγεθών που ξεπέρασαν την απελπισία και δημιούργησαν. Τα χαμένα παιδιά της γενιάς αυτής, βρέθηκαν ξανά μέσα σε σελίδες που υπερέβησαν την απελπισία του χαρακώματος. Ο Φιτζέραλντ, ο Φώκνερ, ο Χέμινγουει, ο Ντος Πάσος, πιθανόν να μην είχαν επιτύχει τη λογοτεχνική τους δημιουργία, αν δεν είχαν ως εμπόδιο και τελικά ως συγγραφικό όπλο, την καταστροφή γύρω τους. Το παράλογο του δευτέρου παγκοσμίου γέννησε την εποχή του λογοτεχνικού παραλόγου (εκφρασμένο κυρίως μέσω του θεάτρου). Μια σειρά από συγγραφείς μίλησαν για τα αδιέξοδα της ανθρώπινης διάστασης, υπερβαίνοντας τα μέσω της ανάτασης που γέννησε η καταγραφή, η περιγραφή και η λογοτεχνική ανάλυσή τους. Η ήττα του εμφυλίου και η ελληνική μεταπολεμική κατάσταση, έφεραν στο προσκήνιο, μια νέα σειρά ποιητών. Η γενιά της ήττας, έγραψε βιώνοντας τις πληγές ενός κόσμου τσακισμένου. Μέχρι και σήμερα δεν σταματούμε την συνομιλία μας με την γενιά αυτή. Τον Σαχτούρη, τον Καρούζο, τον Λειβαδίτη. Μια ηττημένη περίοδος, κέρδισε και κληροδότησε μεγάλους ποιητές.
Η δροσιά της τέχνης στην ξηρασία της κρίσης
Ο εξπρεσιονισμός των ημερών που έρχονται, χρειάζεται τα δικά του σκληρά χρώματα. Όπως έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, οι εποχές της φρίκης τραγουδούν τα τραγούδια της φρίκης. Είτε σαν παραμυθία, είτε σαν διέξοδος, είτε σαν ανάταση και όραμα, η τέχνη πρέπει να αναζητήσει τον χαμένο της πυρήνα. Οι εποχές που την περιέγραψαν ως συνοδευτικό μιας ζωής επαρκούς, μοιάζουν να έχουν περάσει ανεπανόρθωτα. Η τέχνη δεν μπορεί πια να επιβιώνει ως βραδινή δημόσια έξοδος, ως best seller, ως ανέξοδη ευαισθησία. Σε εποχές κρίσης η τέχνη επιβιώνει μόνο ως ανάγκη. Ο ρόλος του δημόσιου διανοουμένου, ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία, της ίδιας της τέχνης στη ζωή, επαναδιαπραγματεύεται με αναγκαστική ειλικρίνεια. Και μέσα από τα τραγούδια ενός κόσμου που πληγώνει, μπορεί να γεννηθεί νέος κόσμος με περισσότερο ουρανό. Και ας μην το κρύβουμε, ειδικά σήμερα, διψάμε για ουρανό.
(στην εφημεριδα Εποχη)
Κυριακή 2 Μαΐου 2010
Η κόκκινη Μαριναλέντα και οι αντιδομές του μέλλοντος
Μέσα στο σκοτάδι ό, τι λάμπει γίνεται πιο εκκωφαντικό μέσα στην μοναδικότητα της εξαίρεσής του. Στους δύσκολους καιρούς η κάθε διαφορά, η νέα πρόταση, μπορεί να πάρει διαστάσεις μιας απομακρυσμένης ουτοπίας ή μιας απολύτως κατανοητής πραγματικότητας και μιας υπόσχεσης για συμβάντα μελλοντικά.
Μία κομμουνιστική πόλη
Η Μαριναλέντα, είναι μια πόλη μόλις 2.700 ανθρώπων, ανατολικά της Σεβίλης στην Ισπανική Ανδαλουσία. Αυτό που την κάνει ξεχωριστή και άξια μνείας, είναι πως τα τελευταία χρόνια εφαρμόζει μια σειρά από κομουνιστικά μέτρα, με πρακτική επιτυχία. Ο Χουάν Μανουέλ Σάντσες Γκορντίγιο, ο κουμουνιστής δήμαρχος της πόλης, εκλέγεται τα τελευταία 31 χρόνια και αποκαλεί την πόλη του μια ουτοπία που χτίζει την ειρήνη. «Όλοι είχαν πιστέψει πως η οικονομία είναι θεός, και πως θα έκανε τα πάντα να δουλέψουν με το αόρατο χέρι της. Παλαιότερα, ήταν θανάσιμο αμάρτημα να μιλάς για εμπλοκή της κυβέρνησης στην οικονομία. Τώρα, βλέπουμε πως η οικονομία πρέπει να λειτουργήσει στην υπηρεσία του ανθρώπου». Και η λειτουργία αυτή φαίνεται πως έχει εξασφαλιστεί στην Μαριναλέντα.
Στην Ισπανία όπως στις περισσότερες δυτικές χώρες, οι πολίτες παίρνουν δάνεια για να αγοράσουν σπίτια σε τιμές πάνω από το πραγματικό τους κόστος. Στην πόλη της Marinaleda οι κάτοικοι χτίζουν τα δικά τους σπίτια χωρίς υποθήκες, με την βοήθεια της ίδιας της πόλης, ενώ αν κάποιος κάτοικος από γειτονικό χωριό χάσει την δουλειά του, τότε η κοινότητα θα του δώσει εργασία (Και αυτό σε μια περιοχή που η ανεργία φτάνει το 21%). «Αν μια πόλη με τόσο περιορισμένες υποδομές, μπορεί να εξασφαλίσει εργασία για όλους τους κατοίκους της, γιατί άλλες πιο ανεπτυγμένες πόλεις να μην μπορούν να κάνουνε το ίδιο;» αναρωτιέται ο κόκκινος δήμαρχος.
Κόκκινοι μετανάστες
Από της αρχές της δεκαετίας του 80, όταν ο Γκορντίγιο εκλέχτηκε για πρώτη φορά, άρχισε από τους κατοίκους ένα σχέδιο ανακατανομής της γης, με αποκορύφωμα το 1991 όταν κατάφεραν να δημεύσουν 3.000 εκτάρια από τον τοπικό Δούκα του Infantado. Ο αγροτικός συνεταιρισμός Εl Ηumoso που δημιουργήθηκε και στον οποίο δουλεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας για εξήμιση ήρεμες ώρες, παράγει κριθάρι και λαχανικά, τα οποία πωλούνται κυρίως στο εσωτερικό της Ισπανίας. Οι εργαζόμενοι βγάζουν περίπου 1500 δολάρια το μήνα, ανεξάρτητα από την ειδικότητα τους, ενώ τα έξοδα μειώνονται από τις πολλές παροχές που προσφέρει ο δήμος.
Το στεγαστικό πρόγραμμα που παρέχει δωρεάν κατοικίες και η εξαφάνιση της ανεργίας, έφεραν σύντομα αρκετό κόσμο από τα γειτονικά χωριά (αλλά ακόμα και από πόλεις όπως η Βαρκελώνη) στην Μαριναλέντα. Στους βαφτισμένους με ονόματα των ηρώων της λατινικής Αμερικής δρόμους της, δεν θα συναντήσει κανείς αστυνομία αφού το σώμα καταργήθηκε γλυτώνοντας το δήμο από 350.000 δολάρια τον χρόνο. Κάθε Πάσχα (αν και υπάρχει ανεξιθρησκία) οι κάτοικοι γιορτάζουν την ειρήνη, ενώ αρκετές φορές μέσα στο μήνα κηρύσσεται μια κόκκινη Κυριακή οπότε οι κάτοικοι φροντίζουν για την καθαριότητα της πόλης ή κάνουν άλλες δουλειές κοινού οφέλους. Καθημερινά ο δήμαρχος αφιερώνει χρόνο από το τηλεοπτικό δίκτυο της πόλης στην ποίηση, ενώ συχνά καλεί τους κατοίκους σε πορείες, για θέματα όπως, οι γενετικά μεταλλαγμένες τροφές ή οι πολιτικές εξελίξεις στην δυτική Σαχάρα.
Προφανώς τόσο ο δήμαρχος όσο και η πόλη η ίδια, έχει δεχτεί κριτική για ένα αριθμό θεμάτων και υπερβολών στην περιγραφή της προς τον έξω κόσμο. Όμως το γεγονός πως ο ίδιος εκλέγεται συνεχόμενα για 30 χρόνια, η μετανάστευση στην πόλη από άλλες, πολλές φορές απομακρυσμένες, περιοχές, καθώς και τα ευνοϊκά σχόλια των γειτονικών πληθυσμών για τις λειτουργίες της πόλης, καταχωρούν το πείραμα ως μάλλον επιτυχημένο.
Αν και η κατάσταση θυμίζει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε ουτοπικό σοσιαλισμό στο κομουνιστικό μανιφέστο, τις Home colonies, την Ικαρία του Καμπέ, ή τις περιγραφές του Σαιν Σιμόν και του Φουριέ, ταυτόχρονα θέτει και το ερώτημα ως προς τη σύγχρονη διάστασή του κομμουνισμού και νέες στρατηγικές που μπορούν να ακολουθηθούν. Η πραγματικότητα του παραδείγματος, αποσπά το όραμα από την ουτοπία και το τοποθετεί σε προοπτική. Δημιουργώντας τοπικά παραδείγματα ή αντιδομές μέσα σε μια πόλη, η αριστερά μπορεί να έχει ένα όφελος πολλαπλό. Την άμεση προσφορά και επαφή, την ανάκτηση του ξεχασμένου ηθικού της πλεονεκτήματος και κυρίως την επικύρωση των λύσεών της ως ρεαλιστικές. Σίγουρα μια μικρογραφία δεν είναι ικανή να σώσει τον κόσμο. Μπορεί όμως να πείσει πως ο κόσμος μπορεί να σωθεί.
(στην εφημεριδα Εποχή)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)