Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Eagles of death metal



Το Παρίσι τη νύχτα
Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω
τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω
το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά
για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε
στην αγκαλιά μου.

Ζακ Πρεβέρ




Στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ. Οικοδομημένο στο φαντασιακό με όρους πρωτεύουσας και κέντρου κάθε αισθητικής διατύπωσης, ως υποχρεωτικός τόπος προσκυνήματος όλων όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο, την ποίηση και κυρίως των μύθων γύρω απ αυτές. Μύθων ζωογόνων  στις πρώτες κρίσιμες ηλικίες μας, τελικά όσο και η ίδια η ουσία. Μια πόλη στην οποία φτάνεις μόνο όταν δεν την επισκέπτεσαι, ως συλλογή εντυπώσεων φράσεων και αποσπασματικών σεκάνς ταινιών. Όποιος δεν πήγε «θα έχει για πάντα το Παρίσι», το άλλο, αυτό το παράλληλο της εφηβικής σου αφέλειας και της πρώτης σου ωρίμανσης, αυτό που σε κερδίζει πολύ περισσότερο με τη γοητεία και όχι με την ομορφιά, με κάποια εικόνα μια όμορφης γαλλίδας σε μια μέτρια ταινία και όχι με τους δεμένους τόμους του Βολταίρου ή του Μπαλζάκ, με μια αίσθηση και όχι με την υψηλή κουλτούρα και την συγκροτημένη αντίληψη. Με ένα νεύμα και όχι με μια επιχειρηματολογία.

Από εκεί ξεκινήσαμε. Άλλοι μας προχωρήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση και άλλοι την αφήσαμε να ξεθωριάσει σαν πρόχειρο ποίημα που πλύθηκε μαζί με τα ρούχα. Άλλοι μας πήγαμε στο Παρίσι, μείναμε εκεί, διαβάσαμε του δερματόδετους τόμους του Μπαλζάκ. Μα η ηλικία μας αποκεντρώθηκε από την πρωτεύουσα. Έδωσε προτεραιότητα στο Βερολίνο, τη Βαρκελώνη, στην πρακτικότητα του Λονδίνου. Άλλωστε, το Παρίσι είχε περάσει ήδη από την εξέγερση του 2005, από το «Μίσος» που όλοι μας είδαμε περίπου στην ίδια ηλικία, φόρτωσε εικόνες, έγινε τόπος υπαρκτός, πρωτεύουσα ενός κράτους και όχι μίας σημασίας. Η ηλικία φέρνει ρεαλισμό και ο ρεαλισμός δεν κοιτά καρτ- ποστάλ αλλά χάρτες, εισιτήρια και διαδρομές του μετρό.



Ήταν όλος αυτός ο ρεαλισμός που διαλύθηκε με πάταγο την προηγούμενη βδομάδα ακριβώς γιατί το παράλογο κατέλαβε τη θέση του ως πραγματικότητα. Αυτή η ξαφνική συνάντηση με το γεγονός αργά τη νύχτα λίγο πριν από τον ύπνο, όταν χαζεύοντας στο διαδίκτυο συναντάς φίλους να γράφουν πως είναι καλά, απότομα σχόλια που δεν μπορείς να καταλάβεις, γαλλικές σημαίες, γαλλικά τραγούδια, ποιήματα που είχες χρόνια να συναντήσεις.

Δεν περιγράφω εδώ κάποια πολιτική στάση. Δεν θέλω να μιλήσω για τους τζιχαντιστές, τον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία. Για ένα ξάφνιασμα μονάχα. Μια ατελείωτη αμηχανία που φτάνει σε βάθος, ανακατεύοντας ακόμα και όσα βρίσκονται πιο βαθιά σου, φέρνοντάς τα έτσι μπλεγμένα και αταξινόμητα στην επιφάνεια.

Η πρώτη αντίδραση όσων έζησαν στο Παρίσι, όσοι το επισκέφτηκαν πολλές ή ίσως μια φορά ήταν να γράψουν μια προσωπική τους εμπειρία. Να μιλήσουν για την δική τους πόλη, την εμπειρία, το κομμάτι τους αυτό που τους συνδέει με την πόλη, την οικειότητά τους σε κατάσταση συναγερμού. Μα είπαμε, εγώ στο Παρίσι δεν πήγα ποτέ.


Εδώ και χρόνια και περιστασιακά ακούω τους τρεις (φέτος τέσσερις) δίσκους των Eagles of death metal. Όχι ως πρώτη επιλογή αλλά ως συγγενή μπάντας των Queens of the Stone age (ο Josh Homme παίζει και στις δύο μπάντες), ως μια απερίφραστη έκφραση της συνειδητής ελαφρότητας, της feel good διάθεσης σε σωστές δώσεις, στον αμέριμνο τόνο της χαζομάρας, του χαβαλέ και των ατελείωτων riffs, της ειρωνείας του ονόματός τους (οι άνθρωποι δεν παίζουν μέταλ) ή των δίσκων και των τραγουδιών τους (Peace, Love, Death Metal ).

Η συναυλία τους τον Ιούλιο στην Ελλάδα ακυρώθηκε (δημοψήφισμα, διαπραγμάτευση που χρόνος για Eagles of death metal;). Υπό ομαλές συνθήκες λογικά θα πήγαινα με τους φίλους μου (ή και όχι). Με τον ίδιο τρόπο που υπό ομαλές συνθήκες αν μέναμε στο Παρίσι θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε στο Bataclan. Όπως βρίσκεσαι ή δεν βρίσκεσαι σε μια συναυλία.

Δεν μιλώ εδώ ούτε για μια ταύτιση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα όποια μέτρα ανελευθερίας, την υστερία τρόμου τον αντιμουσουλμανισμό που φάγαμε στην μάπα από τόσους αυτόκλητους διανοουμένους της πεντάρας. Μιλώ για ένα ακατέργαστο πρώτο συναίσθημα, που επιθυμεί να παραμείνει ακατέργαστο και επιθυμεί να διατυπωθεί.

Τις τελευταίες μέρες ακούω ξανά τους τρεις δίσκους στο mp3 μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνουν σήμερα. Ουρλιαχτά και πυροβολισμούς πίσω από τα κομμάτια, εικόνες έξω από το θέατρο, η λέξη Bataclan να επαναλαμβάνεται εμμονικά στη σκέψη. Και μέσα στην αντίθεση που φτιάχνουν τραγούδια με τίτλους όπως «Cherry Cola», «I Want You So Hard (Boy’s Bad News), «(I Used to Couldn’t Dance) Tight Pants» και την σοβαρότητα των γεγονότων, νιώθεις πως η αμεριμνησία είναι πολυτέλεια, οι παλιές Παρισινές εικόνες μια παράφραση και πως η δική σου εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και καιρό.

Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα λοιπόν. Το ένα για να δεις τους αετούς νεκρούς, το άλλο για να δεις πως η σκουριά τρώει τα μέταλλα και το τελευταίο για να δεις πόσο τρομακτική η λέξη θάνατος όταν στέκεται σε μια πρόταση μονάχη.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Ξυπνώντας μέσα στη νέα δυστοπία



Η αίσθηση αυτή πως κοιμάσαι και ύστερα ξυπνάς μέσα σε έναν νέο κόσμο. Σαν να διέσχισες ερήμην σου αποστάσεις στον χρόνο και στον χώρο.
Και όμως η απόσταση που διανύει ο καθένας μας είναι διαφορετική. Και τελικά η ίδια αυτή αίσθηση του νέου είναι ψευδεπίγραφη.
Στην ιστορία δεν υπάρχουν χάσματα. Ολα υπάρχουν σε μια συνέχεια με διαφορετικές κορυφές έντασης. Αυτό που εμείς βιώνουμε είναι η επαφή μας με αυτές τις κορυφές.
Και παρακινημένοι από την ένταση και το σοκ αυτής της επαφής πιέζουμε τους εαυτούς μας να συμπληρώσουν την υπόλοιπη εικόνα.
Με ό,τι τρόπο ορίζει ο καθένας μας, με ό,τι αντιλήψεις κουβαλά, με ό,τι φορτία συναισθήματος διαθέτει.

Ομως, η ίδια η φύση του γεγονότος ορίζει ένα αίτημα για πράξη. Μια διάθεση μελλοντικής αποτροπής (και για πολλούς σημερινής εκδίκησης).
Ετσι βουλιάζουμε στην αμεσότητα, με τρόπο απόλυτο, χωρίς αποχρώσεις. Η κατανόηση, η ανάλυση, η αντίληψη -μαθαίνουμε- περισσεύουν.
Και όμως από αυτή την επιτακτικότητα γεννιέται θεωρία, σε μια αντίστροφη κίνηση ανάγνωσης και δικαιολόγησης του ήδη αποφασισμένου.

Μια νέα κατανόηση που θα χτιστεί από άμεσες πράξεις που προηγήθηκαν αυτής. Και χωρίς δικαιολογίες, αφού η μορφή και η ένταση του γεγονότος, ο διάχυτος αποτροπιασμός θα δικαιολογεί με την έντασή του για καιρό την όποια πράξη.

Γιατί μια πράξη μαζικής δολοφονίας είναι μια πράξη συμπαγής, απόλυτη, χωρίς υποσημειώσεις.
Ενα τυφλό χτύπημα που δεν κάνει καν διάκριση στην επιλογή των θυμάτων παίρνει τη μορφή του απόλυτου κακού, βγαίνει από τον χώρο της πολιτικής και αισθητικοποιείται, παίρνει διάσταση από μια ηθική που (ακριβώς επειδή δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει) αποκόβει το γεγονός από τα συμφραζόμενα, το τοποθετεί ως πράξη γεννήσεως των αυριανών γεγονότων και των αυριανών κινήσεων και ταυτόχρονα ως μόνη κλίμακα αξιολόγησης.

Αν κάτι χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ευρώπη (και πολύ περισσότερο εμείς που δεν είμαστε έννοιες αλλά πράξεις με σάρκα) είναι μνήμη.
Μνήμη αξιών και κεκτημένων, λαθών και εγκλημάτων. Οχι για να ενοχοποιήσει τον εαυτό της για τα γεγονότα και να αποδώσει ευθύνες αλλά για να τα διαχειριστεί.
Η ιστορία δεν έχει μεταμέλεια, ούτε συγνώμες, μόνο αυριανά γεγονότα. Και στιγμές σαν αυτές στο Παρίσι μάς ορίζουνε εκ νέου.

Κυρίως να μην ξεπέσουμε στην ευκολία. Την έκτακτη ανάγκη μας για απόλυτες αποφάσεις, για συστρατεύσεις άνευ όρων, για κρίσεις ολοστρόγγυλες σαν τον πάτο της σφαίρας.
Μέσα στον παραλογισμό του σίγουρου χθες και το παράλογο του δύσκολα απευκταίου αύριο, να σταθούμε με κρίση και αντίληψη ανεξάρτητα με την όποια δυσκολία.

Είναι άλλωστε τόσο μεγάλο το χάσμα που δημιουργείται στην κατανόηση μας: από τη μία το απόλυτο και ξεκάθαρο του ίδιου του συμβάντος και από την άλλη όλα τα γεγονότα που στοιβάζονται ώστε να το αναδείξουν στο παρόν μας.

Οι τόσες δεκαετίες δυτικών παρεμβάσεων, οι τόσες διαστρεβλώσεις και αφηγήσεις σε σχέση με τον μουσουλμανικό κόσμο, οι παρεμβάσεις με αφορμή την τρομοκρατία, το αποικιοκρατικό παρελθόν της Ευρώπης.

Οι ερμηνείες του Κορανιού και το τράβηγμά τους στα όρια της ακραίας πράξης και του εξτρεμισμού, η χορηγία τους από αντίστοιχα μουσουλμανικά κράτη, η γεωπολιτική σκοπιμότητα και… και…
Εχω την αίσθηση πως αν κάποιος δεν αντιληφθεί αυτό το χάσμα μπορεί εύκολα να υποπέσει σε αναλύσεις για «αντίποινα» απέναντι στον γαλλικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, ή να ξεπέσει σε ακροδεξιούς βόθρους όμοιους με τον cool νεοναζισμό της Σώτης Τριανταφύλλου.

Τα συμπεράσματα είναι απαραίτητα για τις πράξεις. Αλλά πρέπει να γίνει σεβαστή και η ανάγκη του ανθρώπου για αμηχανία.
Για τον χρόνο που χρειάζεται για να αισθανθεί, να σκεφτεί, να σιωπήσει. Να προσπαθήσει να αντιληφθεί τον καιρό και τον εαυτό του μέσα σε αυτόν.

Στο μυαλό σκόρπιοι στίχοι. Από το «1 Σεπτεμβρίου 1939» του αγαπημένου W. H. Auden: «Εδώ κάθομαι/ αβέβαιος και όλο φόβο./ Κύματα οργής και φόβου/κατατρύχοντας τις ιδιωτικές ζωές μας./ Μπόχα ανομολόγητη θανάτου./Ποιο μορφοείδωλο τεράστιο έπλασε/ έναν ψυχοπαθή θεό./ Εγώ και ο κόσμος ξέρουμε πως σε όσους κάνεις το κακό/κακό θα ανταποδώσουν. / Ν’ αγαπούμε πρέπει ο ένας τον άλλο είτε να πεθάνουμε».

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης



«Κάτι είναι σάπιο στην εποχή της ελπίδας», γράφει ο Χάινερ Μύλλερ στη Μηχανή Άμλετ (απ’ όπου δανεισμένος και ο τίτλος του άρθρου), κάπου το 1977, μιλώντας για τον επιθανάτιο ρόγχο μιας γερασμένης ηπείρου και ενός νεκρού πολιτισμού («Για μια φαφούτα γριά σκύλα, για ένα μπαλωμένο πολιτισμό», σημειώνει, καταφάσκοντας, ο Έζρα Πάουντ αρκετές δεκαετίες πριν). Είναι αυτό το γερασμένο παράδειγμα, η φθαρμένη αυτή ήπειρος, που επιμένει να συντηρεί τον εαυτό της, ανασταίνοντας παραλλαγές του παρελθόντος της, σπρώχνοντάς τες βίαια προς το μέλλον. Η Ευρώπη για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι έτοιμη να γεννήσει τη νέα εκδοχή της. Δύσκαμπτη σαν ραχιτικός και συντηρητική στη δυσκινησία της, σαν Παπαγιώτης απόστρατος με κουβερτούλα στα πόδια.

Όπως ο ποταμός

Το προσφυγικό θέμα φαίνεται πως λειτουργεί ως καταλύτης, ώστε να επιταχυνθεί η όποια μορφή και η όποια κατεύθυνση θα πάρει η Ευρώπη. Και αυτό γιατί είναι ένα έκτακτο θέμα, που δεν μπορεί να περιμένει έξω από τις αίθουσες του Γιούρογκρουπ για τις όποιες αποφάσεις, ένα επείγον περιστατικό που ορίζει από μόνο του τον χρόνο και τις ταχύτητες. Σύντομα η Ευρώπη θα κληθεί (ένα δεν έχει κληθεί ήδη) να πάρει ξεκάθαρες αποφάσεις σε σχέση με το μεταναστευτικό: εάν θα κλείσει τα σύνορά της, υιοθετώντας λογικές επαναπροώθησης, μαζικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και συνολικών μέσων αποθάρρυνσης των μεταναστών (και ας φανταστεί ο καθένας μας τι μπορεί να σημαίνουν αυτά) ή θα σταθεί, έστω και αυτή την ύστερη ώρα, στο ύψος των περιστάσεων, διανέμοντας τον έτσι κι αλλιώς διαχειρίσιμο αριθμό προσφύγων, συνδυάζοντάς τον με μια εξωτερική πολιτική για τη μείωση του αριθμού αυτού. Και στις δύο περιπτώσεις, το θέμα της μετανάστευσης ξεπερνά τις ίδιες τις πολιτικές αποφάσεις, όπως ένας ποταμός ξεπερνά το εμπόδιο της ανύπαρκτης ή σαφώς οριοθετημένης κοίτης του. Τα ποτάμια έχουνε το συνήθειο να φτάνουν στον προορισμό τους ανεξάρτητα από τα εμπόδια.

Η πρώτη πράξη προς μια άλλη Ευρώπη

Πέρα όμως από τη σημασία τους για το θέμα καθ’ αυτό, οι αποφάσεις θα ορίσουν και το πρόσωπο της Ευρώπης στη συνολικότερη πολιτική. Η γενικότερη πολιτική κρίση, όπως προκύπτει από την απόλυτη αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, η γεωπολιτική ρευστότητα στην ευρύτερη περιοχή, η συρρίκνωση και η πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα παλαιά κόμματα και τον παραδοσιακό τύπο δημιουργούν ένα έδαφος ρευστό, έκθετο στις μεταμορφώσεις και στις ανακατατάξεις. Μια τόσο σημαντική απόφαση είναι ικανή να δώσει σχήμα στην ρευστότητα ορίζοντας και τις υπόλοιπες κατευθύνσεις. Ήδη η Ευρώπη θυμάται τα πιο σκοτεινά της χρόνια με την άνοδο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας σε μια σειρά από χώρες. Η επιταχυνόμενη άνοδος του Pegida και η εξαγωγή του εκτός Γερμανίας αποτελεί, απλώς, την τελευταία φράση σε αυτό που μπορεί να αποδειχθεί η πρώτη πράξη προς μια άλλη Ευρώπη. Εξίσου σημαντική καταγράφεται η υιοθέτηση ή ελεύθερα πια εκπεφρασμένη ακροδεξιά πολιτική από εκπροσώπους παραδοσιακά πιο «ήπιων» κυβερνητικών κομμάτων: η στάση της Ουγγαρίας, οι δηλώσεις του Βέλγου υπουργού Εσωτερικών, Jan Jambon, που ζήτησε να φέρουν διακριτικά οι πρόσφυγες, ώστε να διαχωρίζονται από τους πολίτες και να εντοπίζονται εύκολα από τις αστυνομικές δυνάμεις, η περιγραφή των προσφύγων ως «σμήνος» από τον Ντέιβιντ Κάμερον και μια σειρά από άλλα παραδείγματα προειδοποιούν. Ίσως πιο ανησυχητική προκύπτει η περίπτωση της Γερμανίας και η περιγραφή των διαφόρων πολιτικών ενδεχομένων. Η αλλαγή στάσης στο μεταναστευτικό από την πλευρά της Μέρκελ έφερε την αυτόματη κάθετη πτώση της δημοτικότητάς της και η πτώση της δημοτικότητας της έφερε ταυτόχρονα και μια νέα αλλαγή στάσης.

Ένα άλλο ενδεχόμενο

Η άνοδος της αριστεράς θα μπορούσε να καταγραφεί ως η μόνη φωτεινή διέξοδος σε μια επικράτεια που αρχίζει να καλύπτει η «σκοτεινάγρα του βυθού». Όμως, περιπτώσεις όπως το ελληνικό ή το πιο πρόσφατο πορτογαλικό πραξικόπημα δείχνουν πόσο δύσβατος είναι αυτός ο δρόμος και τι είδους συγκρούσεις απαιτεί. Η αριστερά αυτό δεν μπορεί να το αγνοήσει. Και ίσως ο χρόνος να αποτελεί ακόμη –λόγω των συσχετισμών- ένα όπλο άμυνας, αλλά σίγουρα η στάση αυτή έχει τα όριά της. Οι περιπτώσεις της Αγγλίας με την αλλαγή στην ηγεσία των Εργατικών, η ίδρυση της «Ιταλικής Αριστεράς», τα διάφορα εκλογικά ενδεχόμενα σε Ισπανία και Ιρλανδία, η ακόμη και -υπό όρους- ενδεχόμενη απόσχιση της Καταλωνίας δημιουργούν την αίσθηση ενός άλλου παραδείγματος, περιγραφή του «άλλου ενδεχομένου». Το σημείο, που θα κριθούν όλα, είναι η συγκυρία και ως προς αυτήν κανείς δεν μπορεί ούτε να στοιχηματίζει, ούτε να ελπίζει.

Έρημη επικράτεια

Δεν είμαι σίγουρος αν είναι ελληνικό προνόμιο, αλλά η θέαση της Ευρώπης αποκαλύπτει μια νέα σκοτεινή ήπειρο νεκρών ιδανικών, ακυρωμένων προσδοκιών και κενών λόγων. Μια νέα έρημη επικράτεια αδύναμη να αναμετρηθεί με τον καιρό, ανίκανη να προβλέψει και να μεριμνήσει, αδιάφορη να εξασφαλίσει οτιδήποτε πέρα από επιμέρους συμφέροντα ισχυρών. Και δεν είναι κομμάτι από σενάριο αποκάλυψης, το γεγονός πως πλησιάζουμε σε ενδεχόμενα και ώρες συντριπτικών αποφάσεων.
Φωνές που περιέγραφαν την παρακμή της Ευρώπης, τώρα μετρούν την ενδεχόμενη πτώση της: «Αυτή είναι η νεκρή χώρα, αυτή είναι του κάκτου η χώρα…»


(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Για τον σύντροφο Πάνο Λάμπρου



Τον Πάνο τον γνώρισα την πρώτη μέρα που πήγα στα παλιά γραφεία της «Εποχής», στην Ακαδημίας, κάπου στις αρχές του φθινοπώρου του 2008.
Για την ακρίβεια είχα πάει για να γνωρίσω τον Πάνο με μεσολάβηση ενός φίλου, ο οποίος μου είχε προτείνει να δοκιμάσω να γράψω στην εφημερίδα.
Και ο λόγος που θυμάμαι το γεγονός αυτό (και που το αναφέρω ως εισαγωγή) είναι το κλίμα της συνάντησης έτσι όπως διαμορφωνόταν από τον ίδιο τον Πάνο.
Η εγκαρδιότητα και το ενδιαφέρον με το οποίο αντιμετώπιζε έναν νέο που ήρθε από το πουθενά για να ζητήσει χώρο να γράψει, ο τρόπος με τον οποίο άκουγε το κάθε θέμα, η απόλυτη υπερπήδηση του κάθε πολιτικού ή οποιουδήποτε άλλου προαπαιτούμενου, η απλόχερη εμπιστοσύνη.
Αλλά πιο πολύ θυμάμαι την πρώτη αυτή συνάντηση για μια σημαντική λεπτομέρεια.
Η όλη κουβέντα γινόταν πάνω από μια στοίβα ρούχων, ξηράς τροφής, φαρμάκων και άλλων αντικειμένων. Η στοίβα είχε συλλεχθεί και προοριζόταν ως έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους φυλακισμένους.
Οι διάλογοι συνέβαιναν ενώ τα αντικείμενα συσκευάζονταν για να μοιραστούν στη συνέχεια στις φυλακές.
Για κάποιο λόγο επανέρχομαι αρκετά συχνά σε αυτή την εικόνα, ως σχόλιο και ως πρόταση ανάμεσα στη θεωρία και την εμπλοκή, την πολιτική ανάλυση και την πρακτική δέσμευση, τη γραφή και την πράξη.
Τελικά ως ένα μάθημα για το πώς οφείλεις να υπάρχεις στην κοινωνία.
Το ποιος είναι ο Πάνος Λάμπρου και μαζί το τι έχει δώσει στο κίνημα, την αλληλεγγύη, την κοινωνία νομίζω πως το γνωρίζουν σχεδόν όλοι στην Αριστερά ανεξαρτήτως κόμματος, οργάνωσης ή ένταξης.
Οι όροι με τους οποίους το όνομά του ενεπλάκη από τον Γιάννη Πανούση, τα κανάλια και τις αντίστοιχες εφημερίδες σε ένα σκάνδαλο της πεντάρας με μισόλογα, γελοιότητες περί μυθιστορημάτων, υποθετικούς διαλόγους και λοιπές λεπτομέρειες ίντριγκας χαμηλής συγγραφικής ικανότητας μόνο οργή μπορούν να προκαλέσουν.
Αυτό που διακυβεύεται τις τελευταίες μέρες ξεπερνά κατά πολύ τις καταγγελίες ενός γελοίου πρώην υπουργού (ο οποίος άλλωστε έχει αποδείξει την ευαισθησία του κατά τη διάρκεια της θητείας του) ή τη στοχοποίηση ενός πολιτικού προσώπου.
Γιατί με τη στάση του και την προέκταση της στάσης αυτής από κανάλια, εφημερίδες και από τον free press καλβινισμό (όπου στην ατράνταχτη πολιτική επιχειρηματολογία συμπεριλήφθηκε το παρουσιαστικό του Πάνου Λάμπρου ή το γεγονός πως δεν έχει πτυχίο Πανεπιστημίου, σε αντίθεση π.χ. με τον Σταύρο Θεοδωράκη ας πούμε), στην πραγματικότητα ποινικοποιείται το δικαίωμα των φυλακισμένων σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, οι διεκδικήσεις γύρω από τον σωφρονισμό, τους όρους κράτησης και τελικά η ίδια η αλληλεγγύη.
Στην πραγματικότητα ο σωφρονισμός έχει ήδη καταργηθεί στον δημόσιο λόγο.
Αυτό που έχει κυριαρχήσει στα στόματα δημοσιογράφων και πολιτικών είναι η άνευ όρων τιμωρία του φυλακισμένου, η επίδειξη εκδικητικότητας από την πλευρά της πολιτείας και μαζί η ποινικοποίηση όποιου διαφωνεί με αυτή την κατάσταση.
Γιατί αν μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες από τους μέχρι τώρα διαλόγους, όπως επίσης πολιτικές ευθύνες από το γεγονός πως ένας σύμβουλος του υπουργού Δικαιοσύνης συνομιλεί με φυλακισμένους ως μέρος των αρμοδιοτήτων του (όπως ορίζει το προεδρικό διάταγμα 63/2005, άρθρο 56 παρ. 2. όπου περιγράφονται οι αρμοδιότητες των πολιτικών γραφείων των υπουργών), τότε ταυτόχρονα μπορούμε να συμπεράνουμε πως στο πρόσωπο του Πάνου Λάμπρου στοχοποιείται ακριβώς η ίδια η διαφωνία.
Η διαφωνία γύρω από τις συνθήκες στις φυλακές, η διαφωνία για τους όρους με τους οποίους υπάρχουν όσοι βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και τελικά η διαφωνία απέναντι στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ίδια η κοινωνία.
Σήμερα που η ευρύτερη Αριστερά έχει γίνει και πάλι χίλια κομμάτια, πρόσωπα και παραδείγματα σαν τον Πάνο Λάμπρου μάς υπενθυμίζουν τον αξιακό κώδικα που ενώνει, φέρνοντας τον πυρήνα της Αριστεράς στο προσκήνιο.
Την αλληλεγγύη, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, τον ανθρωπισμό, την έμπρακτη συμμετοχή. Ταυτόχρονα, οι όροι του δημόσιου λόγου, το όλο πλαίσιο και η χρήση του υποτιθέμενου σκανδάλου καθώς και η σφοδρότητα της επίθεσης μας αποδεικνύουν την ανάγκη για το επείγον παρόν της Αριστεράς.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το καπέλο



Υπάρχει ένα σχήμα λόγου το οποίο κατασκεύασε ο Κρίστοφερ Χίτσενς, προκειμένου να τοποθετηθεί στην περίφημη διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Σάλμαν Ρούζντι και τον Τζον Λε Καρέ. Το 1988, ο Σάλμαν Ρούζντι στο απόγειο της καριέρας του δημοσιεύει τους Σατανικούς στίχους. Το βιβλίο κρίθηκε βλάσφημο από ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας. Η πιο ακραία αντίδραση ήρθε ένα χρόνο αργότερα όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί εξέδωσε φετφά, με βάση την οποία κάθε μουσουλμάνος έχει την ιερή υποχρέωση να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούζντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των Σατανικών στίχων. Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας.

Η έκδοση των Σατανικών στίχων αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά, σύνθετα και αιματηρά λογοτεχνικά γεγονότα του 20ού αιώνα (o ιάπωνας μεταφραστής του βιβλίου μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου, ενώ δολοφονικές απόπειρές σημειώθηκαν απέναντι στον τούρκο και τον ιταλό μεταφραστή καθώς και τον νορβηγό εκδότη του βιβλίου). Εύκολα μπορεί κάποιος να μαντέψει την έκταση και την ένταση του διαλόγου που ακολούθησε. Ο διάλογος αυτός, εκτός από διαξιφισμούς, γέννησε και διάφορες απρόσμενες στάσεις. Αυτοί που ο Ρούζντι περίμενε να τον υπερασπιστούν με απερίφραστο τρόπο (ουσιαστικά η λογοτεχνική κοινότητα και η αγγλική αριστερά) παρουσιάστηκαν φοβικοί, σκεπτικοί και διαιρεμένοι, ενώ πολλοί από αυτούς κατηγόρησαν το (φυγάδα τη δεδομένη στιγμή) συγγραφέα για τα κίνητρα και την επιπολαιότητα της πράξης του.

Ένας από τους πιο έντονους επικριτές υπήρξε ο Τζον Λε Καρέ. Ο Λε Καρέ (ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους κατασκοπείας και συνεργάτης των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών) δήλωσε σχετικά με την υπόθεση ανάμεσα σε άλλα: «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλει μια μεγάλη θρησκεία και να εκδίδεται ατιμώρητα». Όταν χρόνια μετά ο Λε Καρέ κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό και ζήτησε τη βοήθεια της λογοτεχνικής κοινότητας για αυτό που ο ίδιος περιέγραψε ως «αποτέλεσμα του κυνηγιού μαγισσών απ’ όσους υποστηρίζουν την πολιτική ορθότητα» ο δημοσιογράφος και αρθογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς (προσωπικός φίλος και ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Ρούζντι) σχολίασε πως η στάση του Λε Καρέ του θυμίζει κάποιον που κατουράει στο καπέλο του και στη συνέχεια βιάζεται να το φορέσει.



Και έτσι, με αυτή τη χρήση του καπέλου, επιστρέφουμε στον ΣΥΡΙΖΑ και την Ελλάδα του σήμερα.
Μετά τις δηλώσεις του Νίκου Φίλη, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση που, αν και δεν δημιούργησε, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό ώστε να αποκτήσει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της. Η (χωρίς κριτική) συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, η υιοθέτηση μιας σειράς ιδεολογημάτων και συμπεριφορών σχετικά με τις παρελάσεις, τις διάφορες εθνικές εορτές και τα εθνικά στερεότυπα, η στάση που κρατάει μέχρι και σήμερα απέναντι σε κάθε πτυχή της Εκκλησίας, η περιγραφή μιας σειράς από κοινωνικά αντανακλαστικά και εθνικά κατασκευάσματα ως αυτονόητα, η εγκόλπωση πολιτικών υποκειμένων με τα χαρακτηριστικά του κάθε γελοίου Μιχελογιαννάκη, η υιοθέτηση ενός πατριωτικού λόγου έναντι σε ένα ταξικό, ή έστω λάιτ ταξικό, όπως είχαμε συνηθίσει, κινήσεις όπως αυτή της εμπλοκής με την Μακεδονία στην πρόσφατη σύνοδο του ΟΗΕ περιγράφουν απλώς ένα μέρος του πλαισίου στο οποίο κινείται σήμερα ο δημόσιος λόγος.



Είναι πολλοί αυτοί που πίστευαν πως τα περιθώρια του ΣΥΡΙΖΑ στο οικονομικό πεδίο είναι τόσο περιορισμένα ώστε να μην μπορεί να καταφέρει και πολλά (αν και αυτά τα τότε λίγα μοιάζουν σίγουρα περισσότερα από όσα έχουν επιτευχθεί σήμερα). Αν υπήρχε κάποιο περιθώριο αναμόρφωσης και διαφορετικού στίγματος, αυτό έμπαινε στο επίπεδο των θεσμών, των αστικών κατακτήσεων που ποτέ δεν κατακτήθηκαν στη χώρα, των όρων με τους οποίους διαρθρώνεται ο δημόσιος λόγος, η επιστημονική γνώση, οι όροι της ανάπτυξης κτλ. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε πως μια επίτευξη (ακόμα και στο 100%) δεν θα αρκούσε ώστε να περιγραφεί ως αριστερή μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Θα ήταν, όμως, ένα ξεκάθαρο και αναγνωρίσιμο στην καθημερινότητα στίγμα που θα εμπεριείχε ένα σύνολο δυνητικών αλλαγών.

Η υπόθεση με τις δηλώσεις για τη γενοκτονία -και κυρίως των αντιδράσεων της επόμενης ημέρας- είναι ενδεικτική για το πώς αντιμετωπίστηκαν μια σειρά θεμάτων μέχρι στιγμής. Ειπωμένο χωρίς σχεδιασμό και χωρίς δημόσιο διάλογο στα μεταμεσονύχτια κάποιας εκπομπής, ολικό πολιτικό άδειασμα των στελεχών και του κόμματος απέναντι σε μια θέση αποδεκτή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, πλήρης αδιαφορία για συντεταγμένη σύγκρουση με τον κυρίαρχο λόγο (που στη δεδομένη στιγμή τυχαίνει να είναι και εθνικιστικός), πλήρης έλλειψη αναβάθμισης της θέσης του επιστημονικού λόγου και της προστασίας της διαφορετικής άποψης, αναπαραγωγή ενός λόγου και μιας στάσης πλήρως προεκλογικής, όπου ευκταίος στόχος δεν είναι η άποψη ή η ιδεολογία αλλά η μίνιμουμ απώλεια, πλήρης ανικανότητα προσδιορισμού των όρων με τους οποίος υπάρχει και λειτουργεί ο δημόσιος διάλογος.

Ίσως να μην είναι αργά αλλά σίγουρα δεν είναι νωρίς. Και μέχρι να φανερωθεί έστω μια έμπρακτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση,o Λε Καρέ θα φορά χαμογελαστός το γεμάτο καπέλο του κατασκοπεύοντας όλες τις πτυχές του δημόσιου λόγου μας.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Η κρίση ως σάτιρα



«Ανθρωποι διαλέξτε: να βλέπετε τον εαυτό σας βασιλιά, μέσα στις ονειρικές ανταύγειες του μαγικού καθρέφτη σας, ή μήπως να ψάχνετε για θλιβερές χαρακιές στα σκιώδη χέρια που κάρφωσαν κάποτε στον τοίχο σας τούτο τον υπέροχο, παυσίλυπο καθρέφτη;»
Αγης Πετάλας, Η δύναμη του κυρίου Δ*, εκδόσεις αντίποδες

Ενώ τα γεγονότα περνούν από πάνω μας, η κρίση φαίνεται πως είναι εδώ για να μείνει. Βαθαίνοντας την κοινωνική διάβρωση, σχηματίζοντας νέα δεδομένα στην πολιτική πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας νέους τρόπους ανθρώπων. Ναι, κάποτε και αυτός ο κύκλος θα κλείσει.
Και τι θα μείνει τότε από το απότομο χάσμα που γέννησε το παρόν μας; Ποια η σκουριά και ποια η κληρονομιά του παρόντος μας; Κάθε εποχή είναι η καταγραφή της. Η ιστορία, οι εικόνες και οι αφηγήσεις που αφήνει πίσω της ως αποτύπωμα.

Και μέσα από τα τεκμήρια, τους δείκτες και τα κειμήλια, αυτό που τελικά μένει στην επιφάνεια ώστε να ανασυστήσει το παρόν μας που χάθηκε θα είναι το πιο πυκνό σημαινόμενο, ο λόγος και η αφήγηση που πάλλονται στο διηνεκές υπενθυμίζοντας ενώ ταυτόχρονα διεκδικούν τη χρονική αυτοτέλειά τους. Η λογοτεχνία, οι φράσεις, οι λέξεις.

Το νέο που προσκομίζει η συλλογή αφηγημάτων «Η δύναμη του κυρίου Δ*» του πρωτοεμφανιζόμενου Αγη Πετάλα είναι η ιδιομορφία του σατιρικού της τόνου.
Η καθημερινότητα της κρίσης παρουσιάζεται ως μια ψηφιδωτή τοιχογραφία: τα ενεχυροδανειστήρια, ο ρατσισμός, οι επαίτες, η εξαθλίωση, ο νεανικός εγκλωβισμός και πολλά άλλα. Ειπωμένα όμως όλα από την ιδιομορφία και στην ιδιόλεκτο του πρωταγωνιστή/αφηγητή.
Ο κύριος Δ* (αν και δεν κατονομάζεται) είναι ο διάβολος σε μια νέα λογοτεχνική ενσάρκωση σε μια επίσκεψή του στο εδώ και το τώρα της ελληνικής κρίσης.
Ενώ το βιβλίο μας κομίζει ηθικά φορτία, δεν ηθικολογεί στο ελάχιστο. Αυτό προκύπτει μέσα από τη μόνιμη χρήση της σάτιρας και πιο συγκεκριμένα μέσα από το ειρωνικό στίγμα το οποίο ταυτίζεται τόσο με τον λόγο όσο και με τον ίδιο τον χαρακτήρα του αφηγητή. Ο κύριος Δ* μιλά με τον τόνο και τις απόψεις ενός σύγχρονου Ελληνα δημοσιολόγου. Αντιδρά στα ανάλογα ερεθίσματα, υπογραμμίζει τα όμοια παραδείγματα, ξεδιπλώνει τα τραπεζομάντιλα του όμοιου κυνισμού.
Τονίζει το μεγαλείο της ελεύθερης αγοράς, καταγράφει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας (υπό αυτή την τόσο συγκεκριμένη σκοπιά), ενσαρκώνει τα διάφορα τρέχοντα ιδεολογήματα (όπως αυτό τον επαρχιώτικο κοσμοπολιτισμό, την περιγραφή της Ελλάδας ως μιας ατελείωτης βαλκανιάδας σε αντίθεση με την πνευματική υπεροχή της Ευρώπης).
Ο τόνος όμως του βιβλίου προσεγγίζει τη λόγια σάτιρα.
Το ύφος, οι αναφορές, ακόμη και οι περίπλοκες διαδρομές της σκέψης του κυρίου Δ* -προϊόντα βαθιάς αστικής καλλιέργειας- έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την προχειρότητα του λόγου των συγκεκριμένων δημοσιολογούντων δημιουργώντας έτσι ακόμη ένα ειρωνικό τοπίο και ταυτόχρονα προσκομίζοντας στο βιβλίο τον ιδιαίτερο τόνο του ύφους που μοιάζει να ταυτίζεται με την ίδια την ουσία του.

Αυτό που κάνει την αφήγηση του Δ* πιο αιχμηρή δεν είναι ο τόνος ή το περιεχόμενο των σχολίων του, αλλά η εμπλοκή του.

Η επιχειρηματική του δραστηριότητα, οι συμβουλές του, οι άνθρωποι που επιλέγει ως ήρωες ή θύματα. Μέσα από την υπερβολή που ενσαρκώνει η φύση του πρωταγωνιστή (αυτή του διαβόλου) τονίζεται η ίδια η υπερβολή της εποχής μας.

Το σύμπαν του κυρίου Δ* μοιάζει ενιαίο. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε μια ενιαία ιστορία, μαθαίνοντας χωρίς σειρά ή εξέλιξη την ιστορία του ίδιου πρωταγωνιστή-αφηγητή, χωρίς συγκεκριμένους χρονικούς προσδιορισμούς, όμοια σαν να διαβάζουμε ένα διακεκομμένο μυθιστόρημα.

Ο διαχωρισμός σε διηγήματα/αφηγήσεις ουσιαστικά επιβάλει (αντίθετα από τη ροή των κεφαλαίων) μια εκ νέου και παράλληλη εστίαση σε διαφορετικά συμβάντα του τοπίου αυτού που μοιραζόμαστε με τον Κύριο Δ*.

Ο ιδιαίτερος τρόπος εστίασης και καταγραφής, όπου τα συμβάντα παραμένουν ταυτόχρονα αναγνωρίσιμα και διαθλασμένα, η χρήση του κυνισμού ως θεμελιακού αυτονόητου, οι ανθρωπότυποι που συνομιλούν με τον διάβολο και δεν αποτελούν επινοήσεις αλλά δικά μας καθημερινά αυτονόητα, η οικειότητα αυτού του ψυχρού και απόμακρου κόσμου φέρνουν τον αναγνώστη στο τοπίο εκείνο όπου η σάτιρα γίνεται κρίση.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ο αστακός και η οικειότητα της δυστοπίας



Τι σημαίνει τελικά αυτό το «καλή ταινία», η ερώτηση «σου άρεσε;» , τα αστεράκια, οι βαθμολογίες; Είναι μια ταινία -ένα αισθητικό φαινόμενο- ικανό να ποσοτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει μετρήσιμο (έστω και στον πρόχειρο λόγο της προφορικής κουβέντας); Να καταφέρνει να προσδιορίσει τη σχέση του μαζί σου με μια παραδοχή ή μια απόρριψη; Και γιατί είμαστε αναγκασμένοι να απαντήσουμε σε κάτι τέτοιο;

Με την κριτική κινηματογράφου στην πλειοψηφία της παροπλισμένη ή υποβαθμισμένη σε μια μορφή ελλιπούς παρουσίασης, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τις δικές μας κλίμακες αξιολόγησης. Κυνηγημένοι απ’ τους δανίκες της αφόρητης εξυπνάδας και ημιμάθειας και τους ανδρεαδάκηδες της χαρούμενης επιφάνειας, προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε. Έχω την αίσθηση πως σε σχέση με τις ταινίες, τόσο συχνά κινούμαστε κάπου ανάμεσα στον τεχνοκρατισμό του ορθού πλάνου και το κουτσομπολιό, κάπου ανάμεσα στην τεχνική αρτιότητα και ό,τι υπάρχει έξω από την ταινία. Στα φεστιβάλ, στις παραγωγές, στις συνεντεύξεις. Ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια υποκειμενική άποψη που προσπαθεί να αντικειμενοποιήσει τον εαυτό της. Αλλά τελικά μια ταινία είναι πρωταρχικά ένα γεγονός. Όλα τα άλλα απλώς θα ακολουθήσουν.
Άλλωστε, τι άλλο είναι οι ταινίες από αφορμές; Από δανεικές εμπειρίες ιδωμένες στο σκοτάδι της αίθουσας όμοιο με το ημίφως του ύπνου. Έτσι βιώνεις τις ταινίες, όπως περίπου βιώνεις τα όνειρα. Όχι ως γεγονότα κατά τη διάρκεια του ύπνου, αλλά ως θολές αναμνήσεις τοποθετημένες κάπου στο παρελθόν. Σαν τις στιγμές εκείνες που δεν γνωρίζεις εάν κάτι το έζησες, το είπες ή το είδες στον ύπνο σου. Δάνειες εμπειρίες, δάνεια ζωή, δικό σου συναίσθημα.

Σε κάποιο Aλλού;

Ο λόγος για μια ταινία, που κουβαλά την αίσθηση της ονειρικής αυτής παρέκκλισης, για μια ταινία για την οποία δεν θέλω να πω αν μου άρεσε ή όχι (μου άρεσε). Τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου. Αυτή την παράδοξη ιστορία για τους ανθρώπους που κλείνονται σε ένα ξενοδοχείο με σκοπό να βρουν το ταίρι τους. Σε περίπτωση που αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ζώα που έχουν οι ίδιοι επιλέξει (ο ήρωας της ταινίας επέλεξε τον αστακό). Δεν είμαι σίγουρος πως έχω τα εφόδια να αναλύσω την ταινία. Μπορώ, όμως, να περιγράψω το γεγονός.
Αυτό που μου μένει απ’ τις ώρες της θέασης κυρίως, είναι η οικειότητα της δυστοπίας. Το γεγονός πως ο χρόνος και ο χώρος της ταινίας είναι τοποθετημένοι σε κάποιο αλλού. Αλλά ταυτόχρονα παρά τις αποκλίσεις από το δικό μας εδώ και τώρα, συνορεύουν επικίνδυνα. Στην πραγματικότητα ερχόμαστε σε επαφή με έναν όμοιο πυρήνα με τον δικό μας, τοποθετημένο όμως σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Με αποτέλεσμα η ταινία να μιλά για αυτό ακριβώς που δεν δείχνει, για αυτό ακριβώς που αποκλείει. Δηλαδή για το δικό μας περιβάλλον.

Χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι

Στον αντιδραματικό κόσμο του Αστακού, οι κοινωνικές επιταγές φτάνουν στα όρια τους. Η νόρμα των σχέσεων φτάνει στον ολοκληρωτισμό. Έναν ολοκληρωτισμό που εγκολπώνει την πολιτική ορθότητα (αφού αυτή δεν αμφισβητεί την ουσία του, απλά επανατοποθετεί τα όριά του), που απειλεί μονάχα με βελούδινες τιμωρίες και χαμογελαστές ποινές (εξίσου αιχμηρές στην ουσία τους). Και μας μιλά με τρόπο παραμορφωμένο για ένα μέλλον που είναι ήδη εδώ. Για το πώς το εδώ και το τώρα μας εξορίζει τη μοναξιά, αποφεύγει να αναμετρηθεί με την απώλεια. Μες τη βουή του κόσμου, η μοναξιά είναι στίγμα και η τρυφερότητα πωλείται σε προκάτ συσκευασίες μιας χρήσης. Ναι, ίσως να μη γίνεις ποτέ αστακός. Αλλά μια ή άλλη, θα κουβαλάς πάνω σου χαρακιές από ένα βελούδινο κυνήγι που δεν συνέβη.
Κάπου στα ερείπια της Ευρώπης. Εδώ που ο διπλανός έγινε ξένος πνιγμένος στη μέσα θάλασσα της αδιαφορίας, της καχυποψίας, του φανατισμού. Εδώ που ο ξένος έγινε εχθρός, αφημένος στην τύχη του στις θάλασσες του Αιγαίου.
Αλλά ο λόγος για τον οποίο το γεγονός της ταινίας τελικά μου εντυπώθηκε, είναι από τους όρους που θέτει το τέλος του. Ακόμη και σε αυτό το περιβάλλον (στο δικό μας περιβάλλον το παραμορφωμένο μέχρι τα άκρα του) η αυτοθυσία ορίζεται ως μόνη λύση. Η ταινία δεν καταλήγει στην κατάφαση ούτε στην άρνηση, τοποθετεί την αυτοθυσία ως ζητούμενο. Μια ακραία απόφαση σε έναν κόσμο ακραίο. Ή για να μεταθέσουμε το δίπολο στην δική μας καθημερινή κλίμακα: μια απόφαση αλληλεγγύης σε έναν κόσμο στεγνό από επαφή.


(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Ακατανίκητη επιθυμία για παύση



Σάββατο βράδυ, σε κάποιο σινεμά του ευρύτερου κέντρου, ώρα τελευταίας προβολής. Φτάνουμε αργοπορημένοι με τη φίλη μου. Στόχος μας να δούμε το Youth του Σορεντίνο.
Η αναμονή δεν κράτησε πολύ μέχρι να διαπιστώσουμε πως η ταινία είναι sold out εδώ και αρκετά λεπτά.
Η ουρά δεν είχε σχηματιστεί για την ταινία που περιμέναμε, αλλά για την ταινία στη διπλανή αίθουσα, τον «Αστακό» του Λάνθιμου.
Χωρίς πολλή σκέψη κατευθυνόμαστε προς αυτή την προβολή. Λίγο μετά το τέλος της ταινίας μαθαίνουμε από φίλους σε άλλες προβολές των δύο ταινιών πως πάνω κάτω η κατάσταση ήταν παρόμοια.
Γεμάτες αίθουσες, πυκνό πλήθος, μια κοινή αίσθηση σαν μοίρασμα μιας ανεπαίσθητης διάθεσης, ενός καλοδεχούμενου ρίγους ή ενός συγκεκριμένου τονισμού των λέξεων.
Βλέπετε η νύχτα υπάρχει πάντα ανεξάρτητα από τις ταινίες.
Ετσι μαζί με τις κινηματογραφικές εικόνες έρχεται να προστεθεί και η εικόνα αυτή του πλήθους. Λίγο πολύ έχουμε ξανασυναντηθεί. Κάπου εκεί, στις παραλλαγές του χρόνου.
Γόνοι μιας ακαθόριστης μεσαίας τάξης, μεγαλωμένοι στην αδράνεια της ασφάλειας, πεταμένοι εδώ και καιρό στα ερωτηματικά και την ταχυκαρδία.
Τώρα άλλοι άνεργοι, άλλοι υποαμειβόμενοι, ξενιτεμένοι που έφτασαν στην ουρά σε μια ξαφνική τους επίσκεψη.
Με συνδετικό τις ταινίες, μια πολύμορφη αγωνία διαφορετικής έντασης, διαφορετικής έκφρασης, διαφορετικής σημασίας.
Λίγο πολύ να συνορεύει στον καθένα μας και να μας κάνει να συνορεύουμε. Λίγο γνωστοί και λίγο φίλοι, λίγο κουρασμένοι απ’ όλα αυτά και λίγο αδιάφοροι.
Ξένοι μες στην οικειότητα, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε καν τους λόγους που μας έφεραν να συνορεύουμε -λίγα καθίσματα απόσταση.
Δεν είμαι σίγουρος αν το αντιλήφθηκε κάποιος άλλος στην ουρά, ή σε κάποια άλλη ουρά αυτού του κόσμου. Αλλά αισθάνθηκα πως το ήρεμο πλήθος είχε τα χαρακτηριστικά του βουβού ξεσπάσματος.
Μια διακριτική προσπάθεια να σηκώσει τον εαυτό του πάνω από την ένταση, την τσίτα των τελευταίων μηνών.
Της ατέλειωτης παρακολούθησης των εξελίξεων, των πολιτικών συζητήσεων, της συμμετοχής (με όποιο τρόπο). Για πολλούς μια διαδικασία πρωτόγνωρη, μια διαδικασία που αφήνει ή δεν αφήνει κάτι.
Φορτία μη μετρήσιμα, έτοιμα να ξεσπάσουν στις τυχαίες στροφές του χρόνου οδηγημένα από την ανάγκη ή τη συγκυρία.
Δεν μιλώ για την απολιτίκ ιδιώτευση. Δεν μιλάω για την επανεφεύρεση της αδιαφορίας ή του κυνισμού, την επιστροφή στο ατροφικό χθες. Μιλώ για την ανάγκη για παύση.
Για τη βουβή αυτή στιγμή που φυτεύει μια παρένθεση στο στήθος των πραγμάτων. Την ηρεμία, ακόμη και αν είναι μία ηρεμία πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας.
Ή έστω τη διοχέτευση της έντασης σε νέα δοχεία, πιο εύκολα διαχειρίσιμα, πιο προσωπικά.
Ως μια προσπάθεια να χαμογελάσεις όταν σηκώνεσαι μετά την απότομη πτώση (και δεν γνωρίζεις πότε και πώς θα πέσεις ξανά).
Μια επιθυμία να χαθούνε τα γύρω σου στο θολό τοπίο του φόντου, ενώ εσύ παρακολουθείς τον εαυτό που παρακολουθεί τον εαυτό σου.
Ισως φυσικά να κάνω λάθος. Αλλωστε το πλήθος δεν έχει κοινό δακτυλικό αποτύπωμα, είναι μόνο εξαιρέσεις, ένα δάσος ανόμοιων δακτύλων.
Ισως να προβάλω τη δική μου διάθεση, το δικό μου ψέλλισμα σε άλλα στόματα μπας και νιώσω την ασφάλεια της οικειότητας.
Δεν αλλάζει και πολλά, άλλωστε ο κόσμος μας είναι εν πολλοίς ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Τις επόμενες μέρες κάθεσαι και τα σκέφτεσαι, κάθεσαι και τα βλέπεις. Και άσχετα με τη διάθεση, το μάτι σου πιάνει άθελα τους πηχυαίους τίτλους: νέες εξωτερικές πιέσεις, νέες περικοπές, νεκροί πρόσφυγες στη θάλασσα…
Δεν υπάρχει εδώ παύση, δεν φυτρώνει εδώ παρένθεση. Είμαστε εντοιχισμένοι στην πραγματικότητα.
Εδώ η πραγματικότητα περνά από πάνω μας, μας πατά με τακούνια, ενώ μόλις και προλαβαίνουμε να δούμε την όψη της.
Η πραγματικότητα περπατά σε αγέλη. Αιχμηρή και ακονισμένη, μυτερή και βουβή. Ακόμη και ως παρατηρητής, δεν γίνεται να μη συμμετέχεις.
Οι παύσεις μπορούν να περιμένουν. Ολα μπορούν να περιμένουν. Ολα εκτός από αυτό το ξερίζωμα που είναι η φτώχεια και που είναι η προσφυγιά.
Θα σιωπήσουμε αύριο. Προς το παρόν είναι πολύ αργά για παύσεις.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Ο Νετανιάχου και το ολοκαύτωμα της μνήμης




«Το Ολοκαύτωμα όχι μόνο δεν έγινε ποτέ, αλλά και καλά τους κάνανε», κάπως έτσι μπορεί να συνοψίσει κανείς το επιχείρημα σχετικά με το Ολοκαύτωμα από τους ακροδεξιούς αρνητές του. Στο παράδοξο αυτό σχήμα, ο αντισημιτισμός έρχεται να συναντήσει ταυτόχρονα την άρνηση του σημαντικότερου εγκλήματός του μαζί με την επιβεβαίωση των ακραίων προθέσεών του. Όταν μιλούμε για αρνητές του ολοκαυτώματος, συνήθως μιλούμε για άτομα ή ομάδες που δεν αρνούνται το γεγονός στο σύνολό του, αλλά ουσιαστικά αναθεωρούν παραποιώντας ορισμένες παραμέτρους του. Σε σχέση με τον αριθμό των θυμάτων κυρίως, αλλά ταυτόχρονα σε σχέση με τη μέθοδο, τις συνθήκες και τις προθέσεις του εγκλήματος. Με βάση αυτές τις παραμέτρους, οι αρνητές χωρίζονται σε σχέση με τον τομέα παραποίησής τους. Μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρημάτων περιλαμβάνει το ρόλο και την εμπλοκή του Χίτλερ στο έγκλημα, τη γνώση του για τις ακριβείς συνθήκες, τη σύλληψη του όλου σχεδίου κτλ. Και ίσως μια τέτοια λεπτομέρεια διαστρέβλωσης να μην μας προκαλεί εντύπωση όταν προέρχεται από κάποιον Χρυσαυγίτη ιστοριοδίφη του διαδικτύου ή από κάποιο μέλος της Κου Κλουξ Κλαν από την Οκλαχόμα, αλλά σίγουρα μας προκαλεί εντύπωση όταν προέρχεται από τα χείλη του ισραηλινού πρωθυπουργού.

Για στρατηγικούς λόγους

Κατά την ομιλία του σε σιωνιστικό συνέδριο στην Ιερουσαλήμ, την Τρίτη, παραμονή του ταξιδιού του στη Γερμανία για επαφές με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Τζον Κέρι, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε: «Ο Χίτλερ δεν ήθελε τότε να εξοντώσει τους Εβραίους, ήθελε να τους εκδιώξει. Και ο Χατζ Αμίν αλ Χουσέινι πήγε στον Χίτλερ και του είπε: «Αν τους εκδιώξεις, θα έρθουν όλοι εδώ [στην Παλαιστίνη]». «Οπότε τι να τους κάνω;» ρώτησε εκείνος. Κι ο μουφτής απάντησε «Κάψ’ τους». Εδώ απλώς να αναφέρουμε πως ο Χατζ Αμίν υπήρξε γενικός μουφτής της Ιερουσαλήμ (χωρίς να έχει το συγκεκριμένο ρόλο), έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά της πρώιμης εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, όπως και στην επιστράτευση μωαμεθανών εθελοντών για τη γερμανική Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Ανέπτυξε καλές σχέσεις στον ηγετικό κύκλο των Ναζί και έγινε μέλος των SS. Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, ο ναζισμός του Χατζ Αμίν προέκυψε κυρίως για στρατηγικούς λόγους. «Οι Άραβες είναι φυσικοί σύμμαχοι των Γερμανών γιατί έχουν τους ίδιους εχθρούς: τους Άγγλους, τους Εβραίους και τους κομουνιστές» είχε διαβεβαιώσει τον Χίτλερ σε συνάντησή τους. Ο διάλογος που αναφέρει ο ισραηλινός πρωθυπουργός δεν είναι ιστορικά καταγεγραμμένος, ενώ η διαδικασία του Ολοκαυτώματος είχε ξεκινήσει αρκετά πριν τη συνάντηση του μουφτή με τον Χίτλερ.

Ολόπλευρες αντιδράσεις

Η δήλωση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων από τη μεριά της αντιπολίτευσης, από το μουσουλμανικό κόσμο, από ιστορικούς και φορείς. Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ισαάκ Χέρτζογκ δήλωσε πως ο Νετανιάχου «υποβαθμίζει το Ολοκαύτωμα, το ναζισμό και την ευθύνη του Χίτλερ για την τρομερή συμφορά του λαού μας. Ο γιος ενός ιστορικού πρέπει να είναι ακριβής με την Ιστορία». Αντίστοιχα ο Μαχμουτ Αμπάς δήλωσε πως [ο Νετανιάχου] «θέλει να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ώστε να επιτεθεί στο λαό μας», ενώ η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε: «Είναι ευθύνη των εθνικοσοσιαλιστών που ξέφυγαν από τον πολιτισμό. Αυτό ήταν το Ολοκαύτωμα. Δεν βλέπω κάποιο λόγο να αλλάξουμε την άποψή μας στην ιστορία σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο θέμα. Πιστεύουμε ότι η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για το Ολοκαύτωμα.»
Ο ίδιος ο Νετανιάχου προσπαθώντας να μετριάσει κάπως τις αντιδράσεις, δήλωσε: «Δεν ήθελα να αθωώσω τον Χίτλερ από την ευθύνη, αλλά να δείξω πως ο πατέρας του παλαιστινιακού έθνους ήθελε να καταστρέψει τους Εβραίους ακόμα και πριν την κατάληψη των εδαφών».

Ο πολιτισμός στα όρια του

Η δήλωση αυτή σε μια τόσο οξυμένη συγκυρία με 47 νεκρούς Παλαιστίνιους προοικονομεί σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν. Πέρα, όμως, από την απεικόνιση του αίματος που πρόκειται να ακολουθήσει, όπως όλα δείχνουν, η χρήση του Ολοκαυτώματος με το συγκεκριμένο τρόπο προκύπτει ως κάτι νέο.
Δεν υπάρχει πρόσφατο γεγονός με τόσο μεγάλη σημασία στη συγκρότηση συνειδήσεων, λαών και ανθρώπων. Το Ολοκαύτωμα υφίσταται ως σημείο μηδέν στη σύγχρονη γερμανική συνείδηση, ως πυρηνικό γεγονός στη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ, ως όριο ανθρώπινη σκληρότητας και ως απόλυτη περιγραφή του τι σημαίνει ναζισμός και ακροδεξιά. Πάνω απ’ όλα ως ένα αρνητικό παράδειγμα ώστε να περιγραφεί ο δυτικός και, τελικά, ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός στα όριά του. Ο κυνικός τρόπος με τον οποίο γίνεται η χρήση του Ολοκαυτώματος ώστε να δικαιολογηθεί οποιαδήποτε σκληρότητα απέναντι στους Παλαιστινίους, ώστε κάθε φωνή κριτικής να χαρακτηριστεί «αντισημιτισμός», ορίζει ως ένα βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο το Ολοκαύτωμα υπάρχει στο δημόσιο λόγο. Όταν το γεγονός υποβαθμίζεται σε τέτοια επίπεδα προς εμφανή χρήση από τον πιο επίσημο φορέα του Ισραήλ, όλα τα οικοδομήματα που στηρίζονται πάνω του μοιάζουνε να τρίζουν. Κανείς δεν έχει να κερδίσει κάτι από την εισαγωγή του Ολοκαυτώματος στο δημόσιο λόγο με όρους ερώτησης. Το Ολοκαύτωμα είναι η πιο μαύρη κατάφαση του 20ού αιώνα. Κατάφαση απόλυτη, καταγεγραμμένη και αιματηρή. Και ως τέτοια δεν έχει ούτε ιδιοκτήτες της αλήθειας του, ούτε παραχωρεί δικαιώματα σε καμία παραχάραξη και καμία παρερμηνεία.

(στην εφημερίδα Εποχή)