Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Το αργό διάβασμα και η κουλτούρα της ανάγνωσης




Στη σύγχρονη κοινωνία επικρατεί η ελαχιστοποίηση της απόστασης, η συρρίκνωση του χρόνου που προσφέρεται για κάθε δραστηριότητα, και η αλλαγή της κάθε δραστηριότητας με βάση τα νέα χρονικά δεδομένα. Η έκρηξη του διαδικτύου και οι νέες ταχύτητες που αυτό κοινωνεί, αλλάζουν το σύνολο της καθημερινότητας, από τον τρόπο που τρώμε ή διαβάζουμε ένα βιβλίο, μέχρι τους ρυθμούς που σκεφτόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε τις γύρω μας σχέσεις. Και μέσα στο άκαμπτο και νέο της υποχρεωτικής βιασύνης, προκύπτουν αντιδράσεις που ασκούν κριτική και προτείνουν εναλλακτικές για το καθημερινό, που μέσα στις ταχύτητές που αναπτύσσει, μοιάζει να χάνεται γρήγορα σαν το θολό μιας μορφής που επιταχύνει.

Τέχνη και τεχνολογία

Κάθε περίοδος αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως περίοδο αλλαγών, περίοδο μετάβασης προς το απόλυτα νέο, το άγνωστο και καινούργιο. Αυτή η φαινομενική ρευστότητα είχε πάντα σαν αποτέλεσμα την προσπάθεια να συντηρηθούν οι όροι του κόσμου που πιστεύουμε πως αφήνουμε πίσω, άλλοτε πανικόβλητα και άλλοτε κριτικά. Από την βιομηχανική επανάσταση και μετά, η αλλαγή αυτή ορίζεται από το νέο της τεχνολογικής εφεύρεσης. Η επανάσταση της τεχνολογίας, επηρέαζε πάντα τη ζωή στο σύνολό της. Από την επιρροή αυτή αλλάζουν τα δεδομένα κάθε τομέα της ζωής, από τον τρόπο μετακίνησης και τους όρους διαβίωσης μέχρι τη σκέψη και την τέχνη.
Ως προς την τέχνη, πολύ συχνά στην πρόσφατη ιστορία, οι αμήχανες αντιδράσεις απέναντι σε μια νέα εφεύρεση, έδωσαν τη θέση τους στην ενδοσκόπηση προς τον ίδιο τον πυρήνα της τέχνης και την πλήρη μεταμόρφωσή της μέσω μιας διαλεκτικής διαδικασίας. Όταν εφευρέθηκε η φωτογραφία στις αρχές του αιώνα οι ζωγράφοι και κυρίως οι πορτρετίστες, ένιωσαν να απειλούνται οι όροι επιβίωσής τους. Η πρώτη τους αντίδραση, ήταν να δημιουργήσουν πίνακες όπου η λεπτομέρεια και ο φωτογραφικός ρεαλισμός θα ξεπερνούσαν τις δυνατότητες της ίδιας της φωτογραφίες. Η αντίδραση σε αυτό το φαινόμενο, έφερε στο προσκήνιο την αφαίρεση, μια νέα προσπάθεια της ίδιας της ζωγραφικής να αντιληφθεί τον εαυτό και τις ποιότητες της πέρα από την καταγραφή και την αναπαράσταση. Η εφεύρεση του κινηματογράφου, προκάλεσε παρ όμοιο πανικό στους ανθρώπους του θεάτρου. Η πρώτη αντίδραση, ήταν οι γιγαντιαίες παραστάσεις, με τον τεράστιο αριθμό κομπάρσων, τα χιλιόμετρα σκηνικών και την αναζήτηση του εύκολου ενθουσιασμού. Η αντίδραση σε αυτό το φαινόμενο γέννησε έναν νέο θέατρο στηριγμένο στο ανθρώπινο σώμα, την τελετουργία, την ανθρώπινη επαφή, στοιχεία δηλαδή που μόνο το θέατρο μπορούσε να προσφέρει. Μέσα από την αμήχανη στάση του απέναντι στο καινούργιο, το παλαιό ανακαλύπτει έναν νέο εαυτό πιο κοντά στην ουσία του.

Το slow reading και το slow movement

Το νέο στην εποχή μας εμφανίζεται με ταχύτητα. Για την ακρίβεια, το νέο ταυτίζεται με αυτή τη νέα ταχύτητα. Επι μέρους τομείς επηρεάζονται και μεταβάλλονται, με αποτέλεσμα να τρώμε γρήγορα, να μετακινούμαστε γρήγορα, να διαβάζουμε και τελικά να ζούμε γρήγορα. Απέναντι σε αυτή τη νέα συνθήκη εμφανίζεται το slow movement, με τις επιμέρους εφαρμογές του: slow food, slow travel, slow shopping και πρόσφατα το slow reading.
Το αργό διάβασμα είναι η αντίδραση στους όρους ανάγνωσης που επιβάλει το διαδίκτυο με την υπερπληθώρα των πληροφοριών του και την εύκολη μετάβαση από την μια πληροφορία στην άλλη. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως οι αντιληπτικές ικανότητες και η δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης μειώνεται δραστικά. Οι όροι ανάγνωσης έχουν αλλάξει. Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, μια σειρά από πανεπιστημιακούς( Καρλ Ονορέ, Τζον Μιεντέμα, Νίκολας Καρ κ.ά.), προτείνουν την απεμπλοκή από την ταχύτητα και τους τρόπους του διαδικτύου. το μη συνεκτικό αυτό κίνημα, έχει πολλούς εκφραστές, διαφορετικές εκφάνσεις καθώς και αρκετές ενστάσεις. Γίνεται όμως η συζήτηση στη σωστή της βάση;

Για μια νέα αναγνωστική
κουλτούρα

Το θέμα της ανάγνωσης και του διαβάσματος, δεν είναι ένα θέμα πρακτικό, είναι θέμα υπαρξιακό. Ο ρυθμός του διαβάσματος δεν παράγει υποχρεωτικά και αξίες. Και ακόμα και αν ο χρόνος τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή ανάγνωση, δεν είναι απαραίτητο πως μπορεί να παράγει ποιότητες. Αυτό που μοιάζει αναγκαίο σε μια εποχή φλύαρης και λαίμαργης κατανάλωσης πληροφορίας, είναι μια νέα κουλτούρα διαβάσματος, μια νέα ανάγνωση. Όχι ένας νέος ρυθμός, αλλά ένας νέος τρόπος. Όχι ένα νέο εργαλείο αλλά μια νέα σχέση. Γιατί παιδεία μπορεί να είναι και ο σωρός των αδιάβαστων βιβλίων στο γραφείο μας, η σκονισμένη ράχη των βιβλίων στη βιβλιοθήκη και η σκονισμένη μας προσδοκία να τα διαβάσουμε, η έξοδος με ένα βιβλίο στην πίσω τσέπη, η κλοπή ή ο δανεισμός των βιβλίων, τα πρόχειρα διαβασμένα οπισθόφυλλα, η ανάγνωση στο βουερό πεζούλι του δρόμου ή το ήσυχο παγκάκι του πάρκου, στην αναμονή μιας στάσης λεωφορείου ή κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, καθώς οι περιγραφές και οι εικόνες των φράσεων μπλέκονται με τα περιστατικά που συμβαίνουν μπροστά μας. Περιστατικά μιας πραγματικότητας παραδομένης σε μια ταχύτητα που φλυαρεί μα δεν έχει τίποτα να πει.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

«Σε αυτόν τον κόσμο δεν χάνεται τίποτα, φτάνει να έχεις μάτια να το βλέπεις»




Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος μας μιλά για την ευαισθησία, το παγκόσμιο κύπελλο της Αφρικής και τη νέα του ποιητική συλλογή, τον «Κρυφό κυνηγό»




Στην πρόσφατη συλλογή σας, τον «Κρυφό κυνηγό», παρατηρούμε μια στροφή προς πιο προσωπικά τοπία, πιο προσωπικά θέματα. Πώς λειτουργεί η ποίηση σε σχέση με την απώλεια, τον πόνο και τους φόβους της ζωής;Ανήκω σε μια γενιά που οι ποιητές της εμφανίστηκαν στα γράμματα λίγο πριν ή λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Εκείνο που βασίλευε τότε στα πνευματικά μας πράγματα, ήταν το απόλυτο σκοτάδι, που η δικτατορία είχε ήδη, από το 1967, επιβάλει. Οι Έλληνες συγγραφείς ήσαν στην πλειοψηφία τους απαγορευμένοι. το ίδιο και οι ξένοι, εκείνοι που ο λόγος τους είτε και οι πράξεις τους, ενοχλούσαν τους στρατιωτικούς.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, ήταν πολύ φυσικό τα νέα παιδιά, οι νέοι ποιητές, να αντιδράσουν με έναν λόγο «ηχηρό», έναν λόγο «καταγγελτικό» ο οποίος, λόγω και της ηλικίας -όλοι τους ας μην ξεχνούμε ότι βρίσκονταν μόλις στην εφηβεία- στέκονταν μοιραία σε τοπία όχι και τόσο εσωτερικά.
Προσωπικά σε εσωτερικά τοπία άρχισα να στρέφομαι ήδη από το 1979, με τη συλλογή «Οι Πυροτεχνουργοί», την οποία αγαπώ ιδιαίτερα.
Όσο για το πώς λειτουργεί η ποίηση σε σχέση με την απώλεια, τον πόνο και τους φόβους της ζωής, αυτό εξαρτάται από την ποιότητα, τη συγκρότηση, αλλά και την εξυπνάδα πολλές φορές, του κάθε δημιουργού. Πάντως, όλα αυτά, αν και είναι οπωσδήποτε δυσβάσταχτα για τη ζωή, για τη γραφή είναι θεία δώρα και λειτουργούν εξόχως ευεργετικά.


Στον «Κρυφό κυνηγό», όπως και σε παλαιότερες συλλογές σας, η αναπόληση και η καταγραφή φανερώνονται συχνά. Το παρόν συναντά και αναμετριέται με το παρελθόν και το μέλλον. Ποιος είναι ο πραγματικός χρόνος της ποίησης και ποιος ο ρόλος της ανάμνησης στην τέχνη σας;Ο πραγματικός χρόνος της ποίησης είναι εκείνος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του κάθε ποιητή. Εμένα, έτσι καθώς κοιτάζω όλες τις συλλογές μου και πάλι, αποδεδειγμένα πλέον, μου ταιριάζει ο παρατατικός. Και τούτο διότι ο χρόνος αυτός σημαίνει μια «ζύμωση». Σημαίνει τη λύτρωση που μας φέρνει η συνειδητοποίηση του τελεσίδικα χαμένου, του τελεσίδικα παρελθόντος. Άλλωστε, μήπως και αυτό δεν είναι ένα από τα χαρίσματα της ποίησης; Να γίνεται δηλαδή ένα τρυφερό μνημοσκόπιο που κρατάει μέσα του όμορφα και τρυφερά ό,τι για πάντα χάθηκε, ό,τι για πάντα την ύπαρξή μας ολόκληρη σημάδεψε;


Το έργο σας εστιάζει στην ποίηση των μικρών πραγμάτων και γεγονότων. Κατά την άποψή μου, το κομμάτι «Μετά των Αγίων» περιγράφει με τον πιο έντονο τρόπο αυτήν την ποιητική. Που συναντάται η ποίηση στη ροή της κάθε μέρας; Το μεγάλο της μαγείας, στο μικρό του τρέχοντος;

Πιστεύω ότι τα γραπτά μου, δεν στέκονται μόνο στην ποίηση των μικρών πραγμάτων αν τα κοιτάξει κανείς ως ενιαίο σύνολο. Έχω γράψει και μακροσκελή ποιήματα και, σχετικά με αυτό, είμαι της γνώμης ότι ο ποιητής πρέπει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του και τις ικανότητές του πάνω σε όλες τις φόρμες. Όσο μεγαλώνω, όμως, όλο και περισσότερο με έλκει το μικρό ποίημα, διότι αυτό φαίνεται να είναι απόρροια ωριμότητας, φαίνεται να είναι καίριο, πιο σοφό και πιο ευθύβολο. Όσο για την ενότητα «Μετά των Αγίων» θέλω πράγματι να σου πω ότι την λατρεύω. Τώρα μάλιστα που την βλέπω στο βιβλίο, ο εαυτός μου μοιάζει σαν εκείνους τους παλαιούς πλανόδιους φωτογράφους, που λίγο λίγο, κάθε μέρα με ζέστη και με κρύο, νομίζαμε ότι δεν έκαναν τίποτα, αλλά αυτοί -χωρίς να το έχουν και οι ίδιοι ίσως καταλάβει- μας απέδωσαν την ασπρόμαυρη λύπη μιας ολόκληρης ζωής εντέλει και, επιπλέον, μας δίδαξαν ότι σε αυτόν τον κόσμο δεν χάνεται τίποτα, φτάνει να έχεις μάτια να το βλέπεις.


Ο τίτλος της ποιητικής σας συλλογής, σε πρώτη ανάγνωση, φανερώνει τη συγγένειά σας με το ποδόσφαιρο. Παλαιότερα είχατε γράψει ποιήματα για το άθλημα αυτό («Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου») αλλά και μια ανθολογία - μελέτη για το ποδόσφαιρο και την ελληνική ποίηση («Εντός και εκτός έδρας»). Σε ποιο σημείο εντοπίζετε την ποίηση στο ποδόσφαιρο;
Πράγματι ο όρος «Κρυφός κυνηγός» είναι ένας παλαιότερος όρος του ποδοσφαίρου. Σύμφωνα με τους κανονισμούς έτσι ονομαζόταν ο παίκτης εκείνος «που διεμβόλιζε την αντίπαλη άμυνα, όταν αυτή βρισκόταν σε δύσκολη θέση», σπέρνοντας έτσι τον όλεθρο. Στην περίπτωση όμως της συλλογής μου, αυτός δεν είναι άλλος από το θάνατο ή το χρόνο που φέρνει την απελπισία των γεραμάτων.
Όσο για το σε ποιο σημείο εντοπίζω την ποίηση στο ποδόσφαιρο, θα ισχυριζόμουν ότι όχι την ποίηση, αλλά το θέατρο εντοπίζω περισσότερο, διαπίστωση που την πρωτοσυνάντησα σε ένα κείμενο του σπουδαίου μας πεζογράφου Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου.
Και πράγματι, πιστεύω απολύτως ότι ο χώρος που διαδραματίζεται το παιχνίδι δεν είναι παρά μια τεράστια θεατρική σκηνή, στην οποία η «παράσταση του αγώνα», βασίζεται σε μια ανεξάντλητη ποικιλία κινήσεων και συνδυασμών, όπου σπουδαίο ρόλο παίζει η φαντασία, το ταλέντο και κυρίως το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού. Στο σημείο αυτό μάλιστα αισθάνομαι την ανάγκη να συμπληρώσω ότι ο ποδοσφαιριστής μέσα στο τερέν -σε αυτό το υπέροχο κοίλο- δεν είναι παρά ένας δικής του αξίας ηθοποιός και ότι η θέση που παίζει έχει και αυτή το δικό της ιδιαίτερο νόημα και τη δική της ιδιαίτερη σημασία. Ο κυνηγός π.χ. φορτώνεται πάνω του όλες τις ελπίδες μας για λίγη χαρά, ο χαφ, με μια καρδιά χοϊκή, λαμβάνει σπουδαίες αποφάσεις στο κλάσμα του δευτερολέπτου, ενώ ο τερματοφύλακας υπερασπίζεται «βωμούς και εστίες» στηριζόμενος στο ανυπέρβλητο ένστικτο του, στην «ψυχή του την γάτα», όπως είχα πει κάπου αλλού, παλαιότερα.


Το μουντιάλ που έληξε πρόσφατα πώς σας φάνηκε; Βρήκατε ποίηση μέσα του; Επιβιώνει η ποίηση στους εμπορευματικούς όρους με τους οποίους υπάρχει σήμερα το ποδόσφαιρο;
Δεν μου άρεσε πολύ. Για να μην πω ότι δεν μου άρεσε καθόλου. Και τούτο διότι εδώ και αρκετά χρόνια η Βραζιλία, η Αργεντινή και οι άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν πέσει στην παγίδα και προσπαθούν να παίξουν ευρωπαϊκού στιλ ποδόσφαιρο και μάλιστα πολλές φορές, στηριγμένο στις πιο εγκεφαλικές εκδοχές του. Από την άλλη δεν χωνεύω όλους αυτούς που θέλουν να μας διδάξουν ότι αν είσαι υπερδύναμη, μπορείς να τα κάνεις όλα. Κάτι Αμερικανοί, κάτι Ιάπωνες… Όσο για τους διαιτητές, φέτος μου φάνηκαν ότι ξεπέρασαν κατά πολύ τα όριά του... «ανθρώπινου λάθους».
Παρά ταύτα δεν απογοητεύομαι ούτε από την εμπορευματοποίηση ούτε από τις όποιες σκοπιμότητες, διότι πιστεύω ότι όσο παραμένει ακλόνητο, τουλάχιστον κατά την παιδική ηλικία το όνειρο, πάντα θα βγαίνουν στη ζωή παίκτες, χορευτές και ποιητές, για να την παρηγορούν και να την ομορφαίνουν.


Σε μια παλαιότερη συνέντευξη, είχατε επιλέξει σαν βασικότερη αρετή του ανθρώπου την ευαισθησία του, ενώ είχατε κάνει μια ιδιαίτερη αναφορά στους νέους ανθρώπους και τις δικές τους ευαισθησίες. Πιστεύετε και σήμερα στην ευαισθησία των νέων ανθρώπων;
Χωρίς κουβέντα! Πιστεύω πάντα στην ευαισθησία των νέων ανθρώπων και αυτό το θεωρώ νομοτέλεια, τόσο που αν ακούσω κάποιον μεγαλύτερο να μεμψιμοιρεί, υποψιάζομαι ότι κάτι το βαθύτερα άρρωστο κρύβεται μέσα του. Ευτυχώς, η ζωή δεν σταματάει στη δική μας νεότητα και ας μην «ανησυχούν» μερικοί.


Οι μέρες που ζούμε και αυτές που θα ακολουθήσουν φαίνεται πως θα είναι μέρες κρίσης, μέρες δύσκολες για τους πολλούς. Ποιος ο ρόλος της ποίησης σε ένα τέτοιο τοπίο;
Σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό, δεν έχει να διαδραματίσει, ευτυχώς τολμώ να πω, κανένα ρόλο, διότι τι μπορεί να κάνει ένα τόσο ιερό πράγμα ανάμεσα σε τόσους αλήτες; Σε προσωπικό επίπεδο, όμως, πάντα θα έρχεται για να μας γλυκαίνει, αλλά και για να κάνει ακόμη πιο δυνατή τη φωτογένεια της αθωότητας

(στην εφημερίδα Εποχή)