Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Για τι πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε για τραγωδία;





Και ξαφνικά βρεθήκαμε σε έναν κόσμο καινούργιο με λέξεις παλαιές. Προσπαθώντας να γνωρίσουμε, προσπαθώντας να μάθουμε, μιλώντας στο περίπου, για κάτι απροσδιόριστο που θολώνει περισσότερο ενώ απομακρύνεται. Μέσα στην καθημερινή τους χρήση, πόσες λέξεις χάνουν την πραγματική τους σημασία και καταλήγουν από δοχεία νοήματος, άχαρα θαυμαστικά, επιφωνήματα, επαναλήψεις τυποποιημένες. Η ζωή μας ξαφνικά γέμισε τραγωδίες, θλιμμένα περιστατικά, θερινές παραστάσεις. Αλλά, για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για τραγωδία;

Το φαινόμενο του τραγικού

Σε μια γλώσσα ακραία τηλεοπτική, επιβλήθηκε κάθε πολύ στενάχωρο περιστατικό να περιγράφεται ως τραγωδία. Ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, μια ακραία κακοτυχία, μια φυσική καταστροφή. Ταυτόχρονα η ελληνική πραγματικότητα τροφοδοτεί το θέρος με θεατρικά θεάματα, επαναλήψεις αρχαίων έργων σε αρχαία θέατρα και ωδεία, φτιάχνοντας μια παράδοση που απαιτεί κάθε χρόνο την επανάληψη των ίδιων έργων. Μέσα από τη σιγουριά αυτής της επανάληψης, το κοινό μετατρέπεται σε ειδήμονα, σε φορέα της μίας και μόνο απάντησης, σχετικά με την ενδυμασία και τις χλαμύδες, το ύφος και την ένταση, τις παρεμβολές και τις γιούχες προς τους ηθοποιούς. Αλήθεια, πόσο συχνά τέθηκε ως θέμα μιας δημόσιας συζήτησης, η ίδια η ουσία των έργων, το ίδιο το φαινόμενο του τραγικού, η πραγματική παραπομπή της λέξης στην ουσία της;
Πέρα από την αρχαιολογία και τη φιλολογία, το φαινόμενο του τραγικού έχει τη δική του ιστορία ανάλυσης και ερμηνείας. Από όλους τους μεγάλους της κλασικής φιλοσοφίας δεν υπήρξε ούτε ένας που να μην περιέγραψε και να μην ερμήνευσε το φαινόμενο, με τους δικούς του τρόπους, μέσα από το δικό του πρίσμα καταλήγοντας σε ερμηνείες εντελώς διαφορετικές. Για τη φιλοσοφία και την αισθητική του Χέγκελ, του Σοπενχάουερ, του Νίτσε και του Κίρκεγκορ, ο τραγικός ήρωας αποτέλεσε ένα αίνιγμα προς λύση, ένα παράδειγμα προς ενδελεχή περιγραφή. Κάθε εποχή και κάθε φιλοσοφία προσδιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση της με την αρχαία Ελλάδα και από τη σχέση της με το πιο σύνθετο και συμπυκνωμένο επίτευγμα της, την αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Χριστιανισμός είχε τη δική του Αντιγόνη, ο ρομαντισμός και ο κομουνισμός επίσης, παραπέμποντας κάθε φορά στο ίδιο θεατρικό πρόσωπο, βγάζοντας συμπεράσματα διαμετρικά αντίθετα.

Η ερώτηση χάθηκε στη
σιγουριά της απάντησης


Μέσα στην πολυπλοκότητά του, ο αρχαίος τραγικός ήρωας αποτελεί το κλειδί κατανόησης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα, η αισθητική των αγαλμάτων, η πολιτική του επιταφίου του Θουκυδίδη μπορούν να αναγνωστούν στην ουσία τους, μόνο μέσα από μια βαθειά επαφή και κατανόηση με το φαινόμενο του Τραγικού.
Μέσα στην πρόχειρη παιδεία μας, μεγαλώσαμε με τραγικά στερεότυπα για τους ήρωες: Η Αντιγόνη υπήρξε το πρόσωπο της επαναστάτριας, η Μήδεια μια πτυχή του απάνθρωπου ή για άλλους μια πρώιμη φεμινιστική καταγραφή, ο Οιδίποδας ο ακραία άτυχος, ο καταδικασμένος από τη μανία των θεών και το παιχνίδι των χρησμών. Κάθε καλοκαίρι, είναι αυτά τα στερεότυπα που κουβαλούμε στα θέατρα και τα βάζουμε να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα των αρχαίων κειμένων. Και μέσα από τη σιγουριά της απάντησης, χάσαμε την ίδια την ερώτηση, που είναι στην πραγματικότητα η ίδια η τραγωδία.

Πτυχές της ανθρώπινης
ύπαρξης


Η τραγωδία δεν μιλά για τον πόνο ή την ατυχία αλλά για την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Μέσα από ένα σύμπαν πολύμορφο και αλληλοσυγκρουόμενο προσδιορίζει την ύπαρξη στην πιο γυμνή της στιγμή. Ο κόσμος της τραγωδίας είναι ένας κόσμος ισορροπίας. Όταν η αρμονία διαταράσσεται, όταν ο ήρωας προκαλεί την ύβρη, ο κόσμος πρέπει πάλι να επιστρέψει στην αρμονία του. Είτε μέσα από την οργή και την Νέμεσι των θεών, είτε μέσα από τις πράξεις των ανθρώπων. Μέσα από τις διαφορετικές αναγνώσεις αυτό που επικρατεί και ταυτίζεται με το ίδιο το τραγικό, είναι η ελευθερία στην επιλογή του ήρωα. Η Αντιγόνη γνωρίζει την καταδίκη που θα έλθει, αλλά παρ’ όλα αυτά πράττει. Απόλυτα ελεύθερη, έστω για μια στιγμή. Ο Ορέστης γνωρίζει τις Ερινύες, αλλά δεν αποφεύγει την πράξη του, ο Οιδίποδας δεν αποφεύγει το χρησμό σε μεγάλο μέρος με δική του ευθύνη.
Στον κόσμο της τραγωδίας δεν υπάρχει μία ανάγνωση και ένα ορθό. Η σύγκρουση του Κρέοντα και της Αντιγόνης είναι σύγκρουση δύο ισάξιων αποφάνσεων όπως προκύπτουν από δύο ισάξιες ηθικές. Στη σύγκρουση τους έχουν ταυτόχρονα και οι δύο, δίκιο και άδικο. Ο Αγαμέμνονας και η Κλυταιμνήστρα επίσης. Μπροστά μας δεν εμφανίζονται χαρακτήρες ή τύποι, αλλά πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης στάσης απέναντι στον άνθρωπο, φορείς πραγματικότητας και επιλογής συχνά με ελάχιστα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Η συζήτηση γύρω από την τραγωδία, προφανώς ξεπερνά κατά πολύ το μέγεθος ενός άρθρου ή ακόμα και ενός βιβλίου. Αυτό που έχει σημασία, είναι να δεχτούμε ξανά, χωρίς καμία βεβαιότητα, την αναμέτρησή μας με έναν κόσμο τόσο σύνθετο και πολυπρισματικό, που δύσκολα παραχωρεί απαντήσεις, έναν κόσμο που μας παραπέμπει απευθείας στο σημείο της ανθρώπινης ερώτησης. Γιατί το φαινόμενο του τραγικού δεν έχει σχέση με μια λέξη κονσέρβα στα δελτία των ειδήσεων, με μια μοντέρνα παράδοση σε θέατρα αρχαία. Το φαινόμενο του τραγικού δεν έχει σχέση υποχρεωτική ούτε με το ίδιο το θέατρο, αλλά με τον ανθρώπινο τρόπο στις τόσες εκδοχές του, στις τόσες διαψεύσεις και επιλογές του.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Εξομολογήσεις ενός πρακτικού: Μίλαν Κούντερα, «η συνάντηση»



Το δοκίμιο και ο δοκιμιακός λόγος αποτελούν τον πιο προσωπικό τρόπο γραπτού στοχασμού. Η σκέψη ξεφεύγει από το άκαμπτο της επιστήμης και της αυστηρής αναφοράς και ο συγγραφέας μένει ελεύθερος να δοκιμάσει, να στοχαστεί μεγαλόφωνα, να προσφέρει χώρο στο λάθος, στο υποκειμενικό, στην εμπειρία. Με τον τρόπο αυτό, το δοκίμιο ως λογοτεχνικό είδος συχνά φλερτάρει με την εξομολόγηση, την προσωπική καταγραφή, την εσωτερική φωνή, στοιχεία που το φέρνουν πιο κοντά σε ένα χώρο που καταλαμβάνει παραδοσιακά το μυθιστόρημα.
81 χρονών, ο Μίλαν Κούντερα παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους πιο αγαπητούς και ευπώλητους συγγραφείς στο ελληνικό κοινό. Κάθε βιβλίο του αποτελεί ένα μικρό εκδοτικό γεγονός. Καλλιτέχνης στρατευμένος στην ίδια την ουσία του μυθιστορήματος, φορέας της «παραγνωρισμένης κληρονομιάς του Θερβάντες» παραμένει, ακόμα και στο δοκιμιακό του λόγο, πάνω απ‘ όλα μυθιστοριογράφος.

Συνάντηση με τον ήπιο στοχασμό

«Η Συνάντηση» αποτελεί το τελευταίο βιβλίο του Κούντερα. Μέσα από μια σειρά δοκιμίων ερχόμαστε σε επαφή με καλλιτέχνες και έργα που συγκίνησαν, προσδιόρισαν και διαμόρφωσαν τον συγγραφέα. Στις 9 ενότητες του βιβλίου συναντάμε λογοτεχνικές αναφορές τις οποίες ανάλυσε διεξοδικά παλαιότερα, όπως τον Ραμπελέ και τον Κάφκα, σύγχρονους συγγραφείς όπως τον Μάρκες και τον Φουέντες, ζωγράφους (Μπέικον, Πικάσο), μουσικούς (Μπετόβεν, Ξενάκης, Σένμπεργκ) και κυρίως έναν ήπιο στοχασμό για θέματα όπως το κωμικό, το φόβο αλλά και το ίδιο το μυθιστόρημα.
Ο αναγνώστης δεν βρίσκεται μπροστά σε άλλη μια σειρά τυπικών δοκιμίων. Ήδη από τον τίτλο, το στοιχείο που κυριαρχεί και τίθεται ως προτεραιότητα είναι το προσωπικό. Το προσωπικό της έκφρασης που ταυτίζεται με την ίδια την τέχνη του δοκιμίου αλλά ταυτόχρονα το προσωπικό μιας συνάντησης, του καθένα μας, με ένα έργο, ένα συγγραφέα, μια τέχνη. Έτσι τα θέματα των λογοτεχνών δεν αποτελούν προσπάθειες ανάλυσης από τη μεριά του Κούντερα, αλλά αφορμές για να ειπωθεί μια εμπειρία. Στη «Συναντηση», ο Κούντερα αναζητεί συγγένειες, διαφορές, μεγεθύνσεις παρατηρήσεις, με τον ίδιο τρόπο που ένας μυθιστοριογράφος περιγράφει σε 1ο πρόσωπο, ενώνοντας τον ήρωα με τους συγγενείς, τους φίλους και τα λοιπά πρόσωπα. Η «Συνάντηση» μοιάζει με ένα μυθιστόρημα αποσπασματικό, που όλες οι εμπειρίες του πρωταγωνιστή υπάρχουν με καλλιτεχνικούς όρους. Σε μεγάλο βαθμό η αυτοβιογραφία ενός συγγραφέα έχει ως σταθμούς, την αγωνία της επίδρασης, τις συγγένειες, τις αντιθέσεις και τις αντιρρήσεις με ομότεχνους και παράλληλους. Στις παραγράφους αυτής της άτυπης αυτοβιογραφίας, κατοικεί το σεξ, ο φόβος, το γέλιο, ο θάνατος. Τα στοιχεία ξεπηδούν από την τέχνη, την αποχωρίζονται σταδιακά και γίνονται ζωή.

Οι κρυφές ιστορίες των ιστοριών

Το άλλοτε τρομερό παιδί του τσέχικου μυθιστορήματος έχει ακουμπήσει την ηλικία της φθοράς. Στο βασίλεμα του χρόνου, οι αγάπες και οι προτιμήσεις γίνονται φανατικές με μια σιγουριά που δεν έχει πια ανάγκη να αποδείξει τον εαυτό της. Ο Κούντερα προσπαθεί να περιγράψει και να μιλήσει τον παρελθόντα χρόνο, μέσα από το σημείο της συνάντησης. Η στάση του αποφεύγει τη φιλολογία. Σε αντίθεση με παλαιότερα δοκιμιακά του έργα (Η τέχνη του μυθιστορήματος, Οι προδομένες διαθήκες), κεντρικό θέμα δεν είναι οι στιγμές της λογοτεχνίας, αλλά η στιγμή του συγγραφέα μέσα από τη λογοτεχνία, η βιογραφία, τα γεγονότα. Έτσι, αυτό που κυριαρχεί δεν είναι το σχήμα της απόδειξης, αλλά ένα πλέγμα συνειρμών και αντιστοιχιών υποκειμενικού χαρακτήρα. Η συνάντηση με τον Μπέικον δεν υπάρχει ως συνάντηση με έναν ζωγράφο, αλλά με μια έκφραση του φόβου, όμοια με τη συνάντηση μιας κοπέλας με τις ανακρίσεις των Σταλινικών της Πράγας. «Ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, γίνεται αφορμή για μια σύντομη συζήτηση γύρω από το κωμικό, τα «100 χρόνια μοναξιάς» προσφέρουν τη διαπίστωση πως οι μεγάλοι λογοτεχνικοί ήρωες στην πλειοψηφία τους είναι άκληροι. Συνειρμοί γοητευτικοί, προσφέρουν μια εμβάθυνση στο φαινομενικά επιφανειακό, στη λεπτομέρεια, στις κρυφές ιστορίες των ιστοριών.
Η περιήγηση στα καλλιτεχνικά τοπία, τελειώνει με μια ανάλυση ενός μυθιστορήματος, του «Δέρματος» του Μαλαπάρτε. Σαφώς μεγαλύτερο από κάθε άλλο δοκίμιο του βιβλίου, το κείμενο αποκαλύπτει δομικά την εμμονή και την άποψη του Κούντερα: τη σημασία του μυθιστορήματος στο δυτικό πολιτισμό, τις μεταμορφώσεις και τις δυνατότητες του μοντερνισμού, το μέλλον του μυθιστορήματος και την κατάσταση του σύγχρονου πολιτισμού που προδίδει τις διαθήκες του παρελθόντος. Μέσα από την ταύτιση της ζωής με την τέχνη, ο Κούντερα μας προσφέρει ένα βιβλίο μιας ώριμης ηλικίας για ένα πάθος μονίμως νέο, το πάθος του μυθιστορήματος και της ζωής μέσα από αυτό.

(στην εφημερίδα Εποχη)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Το lost και η νέα μυθιστορία




Με την καθημερινότητα εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από την τεχνολογία, η ζωή των ανθρώπων αλλάζει από μικρές εφευρέσεις, ανακαλύψεις πάνω στο ελάχιστο, ασύμμετρες αναπροσαρμογές που καθορίζουν το ελεύθερο του χρόνου από την αρχή, τις κινήσεις και τις διαδικασίες, τον τρόπο που ο άνθρωπος διαχειρίζεται τις στιγμές, και τελικά τον ίδιο τον εαυτό του. Μικρές εφευρέσεις όπως το βίντεο, το κινητό, ή ακόμη και μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο (π.χ. youtube), δημιουργούν νέες κουλτούρες και νέες παραμέτρους, γίνονται ρουτίνα και αυτονόητο και από πολυτέλεια καταλήγουν σε στοιχείο της κάθε μέρας και ψευδή ανάγκη.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε την άνοδο των DVD να εξαφανίζει τη δεινοσαυρική πλέον κασέτα και να διεκδικεί χρόνο στην καθημερινότητά μας. Σε μεγάλο βαθμό, η ίδια η παρουσία των DVD (μέσα από την προσβασιμότητα, την ευχρηστία και το μέγεθός τους), σε συνδυασμό με τις απότομες αλλαγές στο διαδίκτυο, άλλαξε και την ίδια την κυρίαρχη της ιδιωτικής διασκέδασης, τηλεόραση. Οι αμερικανικές σειρές (βαρόμετρο και δείκτης των τηλεοπτικών αλλαγών), απέκτησαν σταρ και προϋπολογισμούς πρώτου μεγέθους, αντίστοιχους με τους χολιγουντιανούς, οι ομάδες των σκηνοθετών και των σεναριογράφων μεγεθύνθηκαν και η καθημερινή θέαση απέκτησε νέους όρους και νέο μέγεθος. Πλέον, ο τηλεθεατής παρακολουθεί όχι μια σειρά γυρισμένη σε κάποιο σκυθρωπό στούντιο, αλλά μια -φλύαρη στο ξόδεμα των εκφραστικών και τεχνικών μέσων- ταινία σε συνέχειες. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι η σειρά «Lost», η οποία βοήθησε όσο λίγες να αλλάξει και να γιγαντωθεί η νέα μορφή του τηλεοπτικού σίριαλ.

Γεμίζοντας τα κενά
ανάμεσα στις στιγμές


Στις 23 Μαΐου, μετά από 6 σεζόν, η τηλεοπτική σειρά «Lost» φτάνει στο (ακραία απογοητευτικό) φινάλε της. Η σειρά, καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής της, κατάφερε να δημιουργήσει τηλεθεατές φανατικούς (και στην Ελλάδα) και συζητήσεις επί συζητήσεων για τις λύσεις των άπειρων γρίφων της. Σε κάποιο άγνωστο και έρημο νησί μια ομάδα από επιζώντες ενός αεροπορικού δυστυχήματος, προσπαθούν να επιβιώσουν κόντρα στις αντιξοότητες, τις παγίδες και τα μυστικά ενός τοπίου ξένου και επιθετικού. Η σειρά μπλέκει τη μεταφυσική με την επιστημονική φαντασία, τη βιταλιστική επιβίωση με τη λύση γρίφων, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται όλες τις τηλεοπτικές συμβάσεις: ρομαντικά τρίγωνα, σασπένς, κωμικοί χαρακτήρες, συχνή επίκληση στο συναίσθημα, στερεότυπα. Τόσο η παραγωγή όσο και η εκτέλεση της σειράς δεν θυμίζει σε τίποτα τηλεοπτικό σίριαλ. Εξωτικά τοπία, κινηματογραφικοί τρόποι στις κάμερες, αρκετά γνωστοί σταρ, δημιουργούν την αίσθηση μιας αφήγησης, τηλεοπτικής αλλά νέας, μιας ιστορίας σε συνέχειες, μιας νέας μυθιστορίας. Το ίδιο το φινάλε της σειράς, αποκαλύπτει τη γύμνια, όχι μόνο της σειράς, όχι μόνο της νέας μυθιστορίας, αλλά και μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Όταν η κουλτούρα αυτή αναγκάζεται να μιλήσει για θέματα που την ξεπερνούν, θέματα που συνήθως είναι ο πυρήνας και ο λόγος μιας ιστορίας, παρουσιάζει το δημιουργικό κενό πίσω από το προσωπείο της τεχνικής. καταφεύγει στο διδακτισμό, στο αστραφτερά κοινότοπο που δεν ζητά τον κίνδυνο και την περιπέτεια νέας ιδέας, αλλά την ασφάλεια της είδη ειπωμένης λέξης. Έτσι όλη η σειρά των νέων σίριαλ με τις καινούργιες αξιώσεις παρουσιάζει τον στόχο της: όχι να δημιουργήσει ή να προβληματίσει, αλλά απλά να γεμίσει τα κενά ανάμεσα στις στιγμές, να ξεκουράσει και να διασκεδάσει με ευκολία, να ορίσει τον ελεύθερο χρόνο, ξανά από την αρχή. Παλιές ιδιωτικές συνήθειες και διασκεδάσεις, αφηγήσεις που απευθύνονταν τόσο στην μονάδα όσο και στο σύνολο, ψυχαγωγώντας, προβληματίζοντας και προκαλώντας, χάνουν την κοινωνική διάσταση που κατείχαν παλαιότερα. Το μυθιστόρημα, αποτελεί μάλλον την πιο χαρακτηριστική περίπτωση.

Η διασκέδαση
ως αυτοσκοπός


Γεννημένο ήδη από τα αρχαία χρόνια, το μυθιστόρημα γνώρισε τη μέγιστη ακμή του κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Πέρα από πολιτισμική δημιουργία και κατάκτηση, αποτέλεσε και ένας κυρίαρχο τρόπο ιδιωτικής διασκέδασης. Ταυτισμένο με την άνοδο της αστικής τάξης, το μυθιστόρημα διεκδίκησε να γεμίσει την κατάκτηση του ελεύθερου χρόνου. Είτε σαν αριστούργημα του Μπαλζάκ, είτε σαν ρομάντζο της πεντάρας, αποτέλεσε μια διασκέδαση σε συνέχειες μέσα από περιοδικά, εφημερίδες ή απλά μέσα από το δυσπρόσιτο μέγεθος του αριθμού των σελίδων.
Περισσότερο από κάθε λογοτεχνικό είδος, τους αιώνες αυτούς, το μυθιστόρημα, δημιούργησε και διαμόρφωσε απολαύσεις, συγκινήσεις, αισθητικές και ιδεολογίες. Ο 20ός και πολύ περισσότερο ο 21ος αιώνας, σε μεγάλο βαθμό διέκοψαν την κυριαρχία του μυθιστορήματος. επέβαλαν την ταχύτητα ως αρχή στις ζωές των ανθρώπων, έκαναν τον χρόνο αποσπασματικό και διακεκομμένο, απέρριψαν το στοχασμό ως καθημερινό σημείο και επαναπροσδιόρισαν τελικά την ίδια την έννοια του ελεύθερου χρόνου. Το μυθιστόρημα, μένει εξόριστο. Αποτελεί απλά ένα λογοτεχνικό είδος και μια πνευματική πολυτέλεια βγαλμένη από το παρελθόν. Ο αριθμός των σελίδων του, ταυτίζονται με τον αριθμό των χαμένων λεπτών. Η διασκέδαση είναι πλέον αυτοσκοπός. Ευπρόσιτος, ανέξοδος και κενός.
Οι τηλεοπτικές σειρές, διανεμημένες δορυφορικά, ιντερνετικά ή μέσα από DVD, έρχονται να μιλήσουν για την ιστορία των καιρών μας. Με άλλους όρους, με άλλες δυνατότητες, με άλλες προθέσεις. Και καθώς, δίπλα στις κουρασμένες από το βάρος των τόμων βιβλιοθήκες, προστίθενται νέα ράφια με τηλεοπτικό περιεχόμενο, ας αναλογιστούμε τη γλώσσα ποιάς αφήγησης, ποιάς αισθητικής και ποιας ιδεολογίας έρχεται να μιλήσει αυτή η νέα μυθιστορία.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)